Του Γιώργου Σ. Σκορδίλη
"Η Ευρώπη οφείλει να επανεξετάσει τη διάσταση της ασφάλειας και να εξετάσει πιο προσεκτικά την παρουσία ξένων φορέων στα λιμάνια της", δήλωσε ο Επίτροπος Μεταφορών, Απόστολος Τζιτζικώστας, απευθυνόμενος σε στελέχη της λιμενικής και ναυτιλιακής βιομηχανίας, στην διάρκεια του συνεδρίου της ESPO στην Θεσσαλονίκη.
Η τοποθέτηση αυτή προστίθεται σε έναν αυξανόμενο προβληματισμό στις Βρυξέλλες για τον ρόλο που διαδραματίζουν μη ευρωπαϊκές δυνάμεις –ιδίως κινεζικές εταιρείες– σε στρατηγικές υποδομές της ΕΕ. Το θέμα ανακινείται σε μια συγκυρία κατά την οποία περισσότερα από 30 λιμάνια στην ΕΕ διαθέτουν συμμετοχή ή διαχείριση από κινεζικούς ομίλους όπως η COSCO, η China Merchants και η Hutchison Ports.
Για ορισμένους ευρωπαϊκούς θεσμούς και πολιτικούς, αυτό εγείρει ερωτήματα πέραν της οικονομίας – που αφορούν την ανθεκτικότητα των υποδομών, τη συμβατότητα με την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία, αλλά και την ασφάλεια δεδομένων και λειτουργιών, σε περίπτωση γεωπολιτικών εντάσεων.
Το θέμα αποτυπώνεται και στη νέα Λευκή Βίβλο για την Άμυνα, όπου προτείνεται η ενίσχυση των ελέγχων σε ξένες επενδύσεις που αφορούν κρίσιμες υποδομές μεταφορών. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι Σοσιαλιστές και Δημοκράτες προτείνουν τροποποιήσεις στον Κανονισμό για τον έλεγχο ξένων επενδύσεων, προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια και ο συντονισμός των κρατών-μελών.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι κανένα επίσημο έγγραφο ή δημόσια δήλωση των ευρωπαϊκών θεσμών δεν κατονομάζει ρητά την Κίνα ή τους κινεζικούς επενδυτικούς φορείς. Ωστόσο, ειδικοί αναλυτές, όπως ο Simon Van Hoeymissen από το Βασιλικό Ινστιτούτο Άμυνας του Βελγίου, εκτιμούν ότι οι αναφορές αφορούν κυρίως τη διευρυμένη παρουσία της Κίνας σε βασικά σημεία της ευρωπαϊκής εφοδιαστικής αλυσίδας.
Η συζήτηση αναθερμάνθηκε και με αφορμή την περίπτωση του λιμένα Γκντύνια στην Πολωνία, όπου η Hutchison διατηρεί συμμετοχή επί δύο δεκαετίες. Η γειτνίαση του λιμένα με ναυτική βάση, ναυπηγείο και ειδικές δυνάμεις του Πολωνικού ναυτικού προσδίδει στην περίπτωση ιδιαίτερη σημασία από στρατιωτικής και γεωπολιτικής άποψης. Οι πολωνικές αρχές έχουν χαρακτηρίσει τον τερματικό ως "κρίσιμη υποδομή", θέτοντας πρόσθετες απαιτήσεις συνεργασίας με το κράτος σε ζητήματα ασφάλειας.
Παράλληλα, βρίσκεται σε εξέλιξη διεθνής διαπραγμάτευση για την πιθανή μεταβίβαση σειράς λιμενικών συμμετοχών της Hutchison –μεταξύ αυτών και ευρωπαϊκών– σε σχήμα επενδυτών που περιλαμβάνει την BlackRock και τη Mediterranean Shipping Company. Η συμφωνία αυτή, ύψους περίπου 23 δισ. δολαρίων, έχει καθυστερήσει, μετά από παρέμβαση του Πεκίνου.
Ο δημόσιος διάλογος για την κινεζική παρουσία παραμένει διχαστικός. Ορισμένοι πολιτικοί, όπως η Πορτογαλίδα ευρωβουλευτής Ana Miguel Pedro, θεωρούν ότι εταιρείες όπως η COSCO δεν λειτουργούν ως απλοί ιδιώτες επενδυτές, αλλά εντάσσονται σε ευρύτερη στρατηγική στόχευση του Πεκίνου.
Άλλοι, αντίθετα, υποστηρίζουν πως οι κινεζικές επενδύσεις έχουν συμβάλλει θετικά στην ανάπτυξη ευρωπαϊκών λιμενικών υποδομών, σε περιόδους περιορισμένων ευρωπαϊκών πόρων, και ότι η διακρατική συνεργασία δεν πρέπει να ποινικοποιείται λόγω γεωπολιτικών αλλαγών.
Η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη. Η Ευρώπη καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα σε μια ανοικτή οικονομία, που στηρίζεται σε ξένες επενδύσεις, και την ανάγκη προστασίας των κρίσιμων υποδομών της σε έναν ασταθή γεωπολιτικό κόσμο.
Η εμπειρία από την Ουκρανία και η στάση της Κίνας έναντι της Ρωσίας έχουν αυξήσει την προσοχή της Ευρώπης στον τομέα των λιμενικών υποδομών. Αυτό δεν συνεπάγεται απαραίτητα απόρριψη ή αποδέσμευση από τις υφιστάμενες συνεργασίες, αλλά θέτει επί τάπητος μια νέα, πιο απαιτητική εποπτεία.