Από NEWSROOM σε Πέμπτη, 13 Φεβρουαρίου 2025
Κατηγορία: ΚΟΣΜΟΣ

Τι σημαίνει ο "σεισμός" του ανοίγματος Τραμπ προς Πούτιν

Του Κώστα Ράπτη

Θα "απογειώσει” την δεύτερη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ το κλείσιμο του μετώπου με τη Ρωσία ή θα την καταρρακώσουν οι εθνοκαθαρτικές του εμπνεύσεις για τη Λωρίδα της Γάζας;

Πιθανότατα τίποτε από τα δύο, διότι κανένας από τους δύο αυτούς στόχους δεν είναι εύκολο να υλοποιηθεί. Και διότι ο ένοικος του Λευκού Οίκου δεν δείχνει να έχει επαρκή αντίληψη των θέσεων του αντιπάλου και των ορίων της αμερικανικής ισχύος.

Έχει όμως οξυμένη αίσθηση του επικοινωνιακού πλεονεκτήματος και της τέχνης του αιφνιδιασμού. Προτού δε συμπληρώσει έναν μήνα στον προεδρικό θώκο, έχει συντελέσει σε μιαν ιλιγγιώδη επιτάχυνση των εξελίξεων.

Η τηλεφωνική επικοινωνία Τραμπ-Πούτιν κατά την οποία συμφωνήθηκε η ανταλλαγή επισκέψεων και η δρομολόγηση συνομιλιών για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία παρουσιάζεται ήδη από τον Αμερικανό πρόεδρο όχι απλώς ως διαχείριση μιας αιματηρής εκκρεμότητας, αλλά ως έναρξη μιας εποχής "συνεργασίας" μεταξύ της Ρωσίας και των ΗΠΑ.

Ανάλογα με την οπτική του καθενός θα μπορούσε να παραβληθεί είτε με το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, οπότε η ναζιστική Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση συμφώνησαν τον διαμελισμό της Πολωνίας, είτε με το άνοιγμα του Ρίτσαρντ Νίξον στην Κίνα, που θεωρήθηκε καταλυτικό για την έκβαση του Ψυχρού Πολέμου.

Ότι ο Τραμπ αποβλέπει σε μία αντιγραφή της συνταγής Νίξον-Κίσσινγκερ, με στόχο αυτή τη φορά την απομόνωση όχι της Σοβιετικής Ένωσης, όπως τη δεκαετία του '70, αλλά της Κίνας, την οποία κατονομάζει ως τον κύριο ανταγωνιστή των ΗΠΑ, ήταν σαφές από την προηγούμενη κιόλας προεδρική θητεία του. Όμως το κατεστημένο Δημοκρατικών και "βαθέος κράτους" ναρκοθέτησε αυτή την προοπτική ήδη από τις τελευταίες ημέρες του Μπαράκ Ομπάμα στον Λευκό Οίκο, καθώς διαφορετικές στρατηγικές εκτιμήσεις διεπλάκησαν με την μικροπολιτική ανάγκη να εξηγηθεί (δια της θεωρίας συνωμοσίας του Russiagate) η ήττα της Χίλαρι Κλίντον, ενώ κρίσιμη σημασία είχε και η παρεμβολή παικτών όπως η Βρετανία με τις δικές της τυχοδιωκτικές προτεραιότητες.

Το αποτέλεσμα ήταν να αποκτήσει τη δική της ζωή η επιδείνωση των σχέσεων με τη Ρωσία, που για κάποιους είχε και ιδεολογικά χαρακτηριστικά (λ.χ. ότι η "επιτυχία της δημοκρατίας στην Ουκρανία" αποτελεί απειλή για την εξουσία του Πούτιν κτλ.). Όμως έτσι οι ΗΠΑ βρέθηκαν σε τροχιά σύγκρουσης ταυτοχρόνως με τη Ρωσία και την Κίνα, ρίχνοντας βαθύτερα τη μία στην αγκαλιά της άλλης. Η ίδια η επιλογή του Ρώσου προέδρου να οδηγήσει τα πράγματα στην ένοπλη αντιπαράθεση, η αντοχή της ρωσικής οικονομίας στις κυρώσεις, η απροθυμία σημαντικών τρίτων να συνταχθούν με αυτές, το δημογραφικό και παραγωγικό πλεονέκτημα της Ρωσίας έναντι της Ουκρανίας, η διεξαγωγή του πολέμου κατά τρόπο που δεν αναστατώνει τις σταθερές της ρωσικής κοινωνίας οδήγησαν σε διάψευση όσους προσέβλεπαν σε μία στρατηγική ήττα του Πούτιν.

Η "συλλογική Δύση" θα πρέπει ή να αφήσει την Ουκρανία να αιμορραγεί, με κίνδυνο πλήρους κατάρρευσης στο μέλλον, ή να κλιμακώσει την δική της εμπλοκή, με αντίπαλο όμως μία πυρηνική δύναμη, ή να επιχειρήσει μία αναδίπλωση, με την προσδοκία ταχείας ανασύνταξης. Το τελευταίο σενάριο, που είναι και το πιο ορθολογικό, προσκρούει όμως στην ανάγκη διατήρησης της "αξιοπιστίας" των ΗΠΑ μετά από μία τόσο μεγάλη επένδυση στον ουκρανικό πόλεμο.

Ο Τραμπ αισθάνεται ότι μπορεί να επικοινωνήσει την αναδίπλωση ως ενός είδους νίκη και προσφορά προς την ανθρωπότητα. Άλλωστε το κλείσιμο αυτής της περιπέτειας έχει μεγάλη σημασία και για την σταθεροποίηση της εξουσίας του στο εσωτερικό των ΗΠΑ: δεν πρόκειται μόνο για την άμεση υλοποίηση μιας προεκλογικής εξαγγελίας, προς μεγάλη ικανοποίηση του εκλογικού του ακροατηρίου, αλλά και για την επιχειρούμενη εξάρθρωση ενός διεθνικού δικτύου πολιτικής επιρροής και διακίνησης χρήματος, στο οποίο πλέον οι Ρεπουμπλικανοί δεν είχαν παρουσία.

Οι Δημοκρατικοί, που είχαν φθάσει να αποθεώνουν φιγούρες όπως η Λιζ Τσένι, από τον κύκλο των νεοσυντηρητικών που είχε την πατρότητα της εισβολής στο Ιράκ, απομένουν έκθετοι. Ο Τραμπ επέλεξε αυτό που η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν επέλεξε ποτέ – και ήταν απλό σαν το αυγό του Κολόμβου. Ανοίγοντας δίαυλο άμεσης επικοινωνίας με τη Μόσχα, ακόμη και αν δεν προκύψει συμφωνία, δημιουργεί έναν "ενάρετο κύκλο" εκτόνωσης.

Τα πικρά νέα για το Κίεβο τα είχε ήδη ανακοινώσει, πριν γίνει γνωστή η τηλεφωνική επικοινωνία Τραμπ-Πούτιν, ο νέος επικεφαλής του Πενταγώνου Πίτερ Χέγκσεθ από τις Βρυξέλλες, σε συνάντηση με τους ομολόγους του στο ΝΑΤΟ. Η επιστροφή στα σύνορα του 2014 και η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ δεν είναι ρεαλιστικός στόχος, διαμήνυσε ο Χέγκσεθ, ξεκαθαρίζοντας ταυτόχρονα ότι δεν προβλέπεται αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην ουκρανική επικράτεια και δεν καλύπτεται από το άρθρο 5 του χάρτη της συμμαχίας η όποια (ευρωπαϊκή) δύναμη αναπτυχθεί.

Πέρα δε από την αποδοχή της ιδέας εδαφικών παραχωρήσεων, η Ουάσιγκτον επιφυλάσσει στον Ουκρανό πρόεδρο Ζελένσκι και πιέσεις για διεξαγωγή εκλογών, εφόσον η θητεία του έχει λήξει από τον περασμένο Μάρτιο.

Περιττό να αναφερθεί ότι οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι, που ακόμη διαμηνύουν δια στόματος Μαρκ Ρούτε ότι είναι έτοιμοι να πολεμήσουν με τη Ρωσία, έχουν μείνει μετέωροι – και κινδυνεύουν να βρεθούν έξω από το αυτοτροφοδοτούμενο κλίμα των θετικών προσδοκιών που γεννούν τα ανοίγματα Τραμπ στην διεθνή κοινή γνώμη.

Αδιευκρίνιστο παραμένει τι συντέλεσε στην επιτάχυνση της προσέγγισης Τραμπ-Πούτιν όταν μέχρι και τα προηγούμενα 24ωρα τα μηνύματα από τη Μόσχα (αρχής γενομένης από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών) ήταν απαισιόδοξα.

Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι στο εσωτερικό της Ρωσίας υφίσταται τη στιγμή αυτή μια μεγάλη σύγκρουση: με την κοινή γνώμη να διανύει άλλη μία, τυπικά ρωσική, φιλοδυτική στιγμή, ελπίζοντας ότι ο Τραμπ μπορεί να εξαφανίσει εν μία νυκτί τις πηγές συγκρούσεων, την "πατριωτική αντιπολίτευση" να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι η χώρα κινδυνεύει να χάσει δια της ειρήνης όσα εξασφάλισε δια του πολέμου, και τον Πούτιν να βρίσκεται ανάμεσα στις αντίθετες εισηγήσεις του Γενικού Επιτελείου και της κεντρικής τράπεζας, ως συλλογικού εκπροσώπου των ολιγαρχών που αδημονούν να αποκαταστήσουν τη σχέση με τους δυτικούς ομολόγους τους.

Σε κάθε περίπτωση, το κύριο ζητούμενο για τη Μόσχα δεν είναι η μία ή η άλλη διευθέτηση ως προς την Ουκρανία, αλλά η συγκρότηση ενός νέου συστήματος συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη. Πολύ χαρακτηριστικά, το προανάκρουσμα της εισβολής στην Ουκρανία ήταν τα δύο σχέδια συμφωνίας, τα οποία παρουσίασε η ρωσική διπλωματία τον Δεκέμβριο του 2021 ως οιονεί "τελεσίγραφα" προς τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, αλλά έμειναν αναπάντητα. Αν ο Τραμπ είναι έτοιμος να φθάσει ως αυτό το σημείο μένει να φανεί.