Του Κώστα Ράπτη
Προτού συμπληρωθεί χρόνος από τις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Ιουλίου στη Βρετανία, οι Εργατικοί του πρωθυπουργού Κιρ Στάρμερ καταγράφουν μεγάλη φθορά. Άλλωστε, παρότι η ιδιαιτερότητα του εκλογικού συστήματος τους εξασφάλισε ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία, τα θεμέλια της περσινής εκλογικής νίκης δεν ήσαν στέρεα, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι ο εν λόγω "θρίαμβος” μεταφραζόταν από την άποψη των ψήφων σε επίδοση χαμηλότερη από αυτήν με την οποία είχαν χάσει προηγουμένως οι Εργατικοί υπό την ηγεσία του Τζέρεμι Κόρμπιν.
Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβη ήταν η εκλογική κατάρρευση των Συντηρητικών – για τους οποίους η ώρα της ανάκαμψης φαίνεται ότι δεν έχει έλθει ακόμη. Εξ ου και η δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση Στάρμερ δεν μεταφράζεται σε ενίσχυση του έτερου πυλώνα του βρετανικού δικομματισμού. Διότι στην πραγματικότητα ο βρετανικός δικομματισμός όπως τον γνωρίζαμε δεν υπάρχει πια: το κομματικό σκηνικό είναι περισσότερο κατακερματισμένο και αν κάποιος επωφελείται από τις νέες συνθήκες αυτός είναι το κόμμα Reform UK του άλλοτε πρωτεργάτη του Brexit, Νάιτζελ Φάρατζ.
Όλα αυτά θα τεθούν υπό πραγματική εκλογική δοκιμασία την Πέμπτη της Πρωτομαγιάς, οπότε θα διεξαχθούν τοπικές εκλογές σε 23 από τους 317 οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης της Αγγλίας (ειδικότερα για έξι δημαρχίες και 17 συμβούλια κομητειών), καθώς και επαναληπτική βουλευτική εκλογή στην περιφέρεια του Runcorn and Helsby την οποία μέχρι τώρα κατείχαν οι Εργατικοί.
Οι Συντηρητικοί είναι αυτοί που έχουν να χάσουν τα περισσότερα, διότι ελέγχουν τις 20 από τις περιοχές όπου θα διεξαχθούν τοπικές εκλογές και θα πρέπει να υπερασπισθούν τα κεκτημένα τους σε μία συγκυρία κατά την οποία το Reform δείχνει να εδραιώνεται, ιδίως στη "βαθιά Αγγλία”, όπου είναι κατεξοχήν συγκεντρωμένες οι εκλογικές αναμετρήσεις.
Με βάση έρευνα του YouGov για λογαριασμό του Sky News η πρόθεση ψήφου διαμορφώνεται σε ποσοστό 24% για τους Εργατικούς και 23% για το Reform UK (και στις δύο περιπτώσεις δίχως αξιοσημείωτη μεταβολή), 22% για τους Συντηρητικούς (+1%), 17% για τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες (+3%) και 9% για τους Πράσινους (-2%).
Με άλλα λόγια, η μάχη είναι πλέον "τριγωνική”, γεγονός εντελώς αναντίστοιχο προς το πλειοψηφικό-μονοεδρικό εκλογικό σύστημα, το οποίο θα μπορούσε στις επόμενες βουλευτικές εκλογές να παραγάγει όλως απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Είναι πάντως αποκαλυπτικό το γεγονός ότι εννέα ολόκληρα χρόνια μετά το δημοψήφισμα του 2016, οπότε έλαμψε το "άστρο” του Φάρατζ, και ενώ το Brexit έχει πλέον υλοποιηθεί με τους σκληρότερους όρους, ο πλέον επιτυχημένος outsider της βρετανικής πολιτικής επανακάμπτει, ενθαρρυμένος από την νέο διεθνές κλίμα που δημιουργεί ο "τραμπισμός”.
Η αντίφαση είναι χαρακτηριστική, καθώς οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η βρετανική οικονομία (επιδεινωμένες και από τους εμπορικούς πολέμους του Τραμπ) και η στροφή της Ευρώπης σε μορφές πολεμικής οικονομίας (λόγω του πολέμου της Ουκρανίας, όπου η εμπλοκή της Βρετανίας είναι βαθύτατη) ευνοεί την επαναπροσέγγιση του Λονδίνου με τις λοιπές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, την οποία και ευνοεί η κυβέρνηση Στάρμερ.
Εάν τα ευρωπαϊκά διλήμματα της Βρετανίας κυριαρχήσουν και πάλι στη δημόσια συζήτηση, η πλαγιοκόπηση των Συντηρητικών από το Reform UK θα μπορούσε να μετατραπεί σε πραγματική απορρόφηση και το πλεονέκτημα των Εργατικών να αντιμετωπίζουν διασπασμένο τον χώρο στα δεξιά τους θα εξανεμιζόταν.
Προς το παρόν, επισημαίνει το Eurointelligence, ο Φάρατζ θα πρέπει να διαχειρισθεί με κάποιον τρόπο το τίμημα της επιτυχίας του. Τυχόν επικράτηση του Reform UK σε κάποια από τα τοπικά συμβούλια που θα κριθούν την Πέμπτη θα σηματοδοτήσει την ανάγκη μετατροπής του κόμματος σε έναν λιγότερο προσωποπαγή μηχανισμό, με ευκρινέστερες θέσεις σε τομείς πολιτικής πέρα από το μεταναστευτικό, το οποίο έως τώρα μονοπωλεί τον λόγο του. Και βέβαια, η ανάληψη διαχειριστικών ευθυνών σε τοπικό επίπεδο (και μάλιστα υπό τη "σκιά” μιας μη φιλικής κεντρικής εξουσίας) γεννά το ρίσκο της αθέτησης επαγγελιών και της φθοράς της εξουσίας.