Του Κώστα Ράπτη
Στα "βαθιά" από την πρώτη στιγμή. Η έναρξη της θητείας του Χριστιανοδημοκράτη νέου καγκελαρίου της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς, σημαδεύθηκε ευθύς εξαρχής από μεγάλες προκλήσεις: όχι μόνο τις αναμενόμενες, όπως ήταν η προγραμματισμένη πρώτη επικοινωνία του με τον Αμερικανό πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και τις απολύτως απρόβλεπτες, όπως η μη εξασφάλιση ψήφου εμπιστοσύνης προς το κυβερνητικό σχήμα, κατά την πρώτη ψηφοφορία που διεξήχθη σχετικά στην Μπούντεσταγκ.
Μολονότι το "στραβοπάτημα" διορθώθηκε αυθημερόν, με τη διεξαγωγή δεύτερης, καρποφόρου αυτή τη φορά, ψηφοφορίας, ο συμβολισμός παραμένει: ο υπό τον Μερτς "μεγάλος συνασπισμός" Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών αποδείχθηκε λιγότερο "μεγάλος" του νομιζόμενου, καθώς 18 βουλευτές της συμπολίτευσης προτίμησαν να στείλουν ένα μήνυμα ηχηρό μεν, αλλά αδιάγνωστου περιεχομένου, δεδομένης και της μυστικότητας της ψήφου.
Πρόκειται για γεγονός δίχως προηγούμενο στην πρόσφατη πολιτική ιστορία της Γερμανίας, το οποίο έδωσε στην ακροδεξιά "Εναλλακτική για τη Γερμανία" (AfD) το δικαίωμα να πανηγυρίζει για το "τσαλάκωμα" του νέου καγκελαρίου. Σαφή άλλωστε είναι και τα δημοσκοπικά δεδομένα που φέρουν την AfD να ισοβαθμεί στην πρόθεση ψήφου με τη Χριστιανοδημοκρατία, η οποία, δυόμισι μόλις μήνες αφότου πρώτευσε στις βουλευτικές εκλογές, καταγράφει κάμψη.
Η πρώτη κοινοβουλευτική περιπέτεια της κυβέρνησης Μερτς ενδέχεται σύντομα να έχει περάσει στη λήθη. Όμως ανοικτό παραμένει το ερώτημα με πόση ευκολία θα μπορεί να νομοθετεί ο "μεγάλος συνασπισμός", ο οποίος μεταξύ άλλων θα πρέπει να κατανείμει τις πρόσθετες δαπάνες που επέτρεψε η χαλάρωση του συνταγματοποιημένου "φρένου χρέους".
Αμερικανική παρεμβολή
Όλα συντελούν στη δημιουργία ενός κλίματος διαρκώς επαπειλούμενης κρίσης, αν αναλογισθούμε λ.χ. ότι γίνεται λόγος για κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης στα χερσαία σύνορα, ώστε να υλοποιηθεί η αυστηρότερη μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης, η οποία πάντως διέψευσε τα σχετικά σενάρια. Αλλά τον οριακό χαρακτήρα της κατάστασης υπογραμμίζει και η για την ταξινόμηση της AfD ως "εξακριβωμένα δεξιάς εξτρεμιστικής" οργάνωσης από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος, με αποτέλεσμα να επικρέμαται πλέον η δαμόκλειος σπάθη ενδεχόμενης λήψης κατασταλτικών μέτρων στο μέλλον εναντίον του πρώτου σε δημοσκοπική δύναμη κόμματος.
Η υπόθεση αυτή μάλιστα έδωσε άλλη μία αφορμή γερμανο-αμερικανικής αντιπαράθεσης, καθώς στελέχη της κυβέρνησης Τραμπ, αρχής γενομένης από τον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, επέκριναν τη στοχοποίηση της AfD.
"Είναι δικές μας υποθέσεις και αποφασίζουμε εμείς για αυτές, όχι μια αμερικανική κυβέρνηση", διακήρυξε την Τετάρτη ο Μερτς, εν πτήσει από το Παρίσι προς τη Βαρσοβία, τονίζοντας ότι και η αμερικανική πλευρά θα αντιδρούσε σε αντίστοιχη ανάμιξη στα εσωτερικά της και πάντως θα πρέπει να αποδεχθεί "πώς φερόμαστε εμείς με τους δημοκρατικούς θεσμούς μας, όταν π.χ. ένα κόμμα χαρακτηρίζεται εξτρεμιστικό".
Την επομένη, πάντως, στην τηλεφωνική του επικοινωνία με τον Τραμπ ο καγκελάριος υπήρξε λιγότερο αγέρωχος, καθώς, σύμφωνα με τους γνωρίζοντες, το κλίμα υπήρξε φιλικό και ο Μερτς μεταξύ άλλων προσκάλεσε τον συνομιλητή του να επισκεφθεί τη γη των Γερμανών προγόνων του. Προφανώς ο Γερμανός ηγέτης φιλοδοξεί να εξασφαλίσει μία πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο, κατά προτίμηση πριν από τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη στα τέλη Ιουνίου.
Δασμοί και Ουκρανία
Ως πεπεισμένος ατλαντιστής, ο Μερτς έθεσε στον εαυτό του το καθήκον να γεφυρώσει το ευρω-αμερικανικό χάσμα σε δύο μέτωπα: του εμπορικού πολέμου και της σύγκρουσης στην Ουκρανία.
Ως προς το πρώτο εξέφρασε την προσδοκία ταχείας επίτευξης συμφωνίας, τασσόμενος παράλληλα κατά της πιθανότητας σύναψης επιμέρους συμφωνιών των ΗΠΑ με μεμονωμένα κράτη-μέλη της Ε.Ε., σε μια συγκυρία κατά την οποία η μόλις επιτευχθείσα βρετανο-αμερικανική συμφωνία αντικειμενικά δημιουργεί πίεση στην ευρωπαϊκή πλευρά. Υπενθυμίζεται ότι η Κομισιόν αναμένεται να ανακοινώσει μέχρι τις 10 Ιουνίου πρόσθετους δασμούς σε εισαγόμενα αμερικανικά προϊόντα, αξίας 95 δισ. δολαρίων, εάν δεν έχει προκύψει συμφωνία.
Για δε το ουκρανικό ζήτημα, οι δύο ηγέτες "συμφώνησαν να συνεργαστούν στενά για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία". "Η Ρωσία πρέπει τώρα να συμφωνήσει σε κατάπαυση πυρός, προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος για διαπραγματεύσεις", υπογράμμισε ο καγκελάριος, ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ, σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, συμφώνησε να υποστηρίξει σθεναρά τις γερμανικές προσπάθειες, από κοινού με τη Γαλλία, τη Βρετανία, την Πολωνία και άλλους ευρωπαίους εταίρους, για διαρκή ειρήνη.
Και πράγματι, η συνδιάλεξη με τον Τραμπ πλαισιώθηκε από τη φρενήρη διπλωματική δραστηριοποίηση του Μερτς, ήδη από την πρώτη εβδομάδα του στην εξουσία, με επισκέψεις στο Παρίσι, τη Βαρσοβία και χθες στις Βρυξέλλες.
"Έπειτα από αυτό το Σαββατοκύριακο θα ξεκινήσει μια φάση κατά την οποία θα μπορούσαν να διεξαχθούν σοβαρές διαπραγματεύσεις", δήλωσε ο καγκελάριος εξερχόμενος της συνάντησής του με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Αντόνιο Κόστα. Πρόσθεσε δε ότι μετά τη συνομιλία του με τον Τραμπ αναμένει αύξηση της πίεσης προς τη Ρωσία εκ μέρους του Αμερικανού προέδρου.
Το ερώτημα της κοινής αμυντικής αποτροπής
Η συγκυρία δείχνει να ευνοεί τη γερμανο-αμερικανική συνεννόηση, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ εκπέμπει πλέον πιο φιλικά μηνύματα, έχοντας έρθει αντιμέτωπη με τη στασιμότητα που ακολούθησε τα ανοίγματά της προς τη Ρωσία.
Αλλά επί της ουσίας, η ευρωπαϊκή πλευρά καλείται να τετραγωνίσει τον κύκλο, ήτοι να τερματίσει τον πόλεμο, χωρίς να καταγράψει ήττα και να ανασκουμπωθεί αμυντικά, χωρίς αυτό να ενθαρρύνει τυχόν τάσεις απόσυρσης των ΗΠΑ από τις υποθέσεις της Γηραιάς Ηπείρου.
Είναι ενδεικτικό ότι στην προηγηθείσα συνάντησή του με τον Εμανουέλ Μακρόν στο Μέγαρο των Ηλυσίων, ο Μερτς δήλωσε ότι θέλει να μιλήσει με τη Γαλλία και τη Βρετανία για το θέμα της συμμερισμένης πυρηνικής αποτροπής, αλλά χαρακτήρισε τη συζήτηση αυτή "ως απολύτως συμπληρωματική σε ό,τι έχουμε ήδη πει με τους Αμερικανούς εταίρους μας στο ΝΑΤΟ". Πρόσθεσε δε ότι "δεν τίθεται θέμα αντικατάστασης των εγγυήσεων ασφαλείας που προσφέρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην Ευρώπη".
Η ενίσχυση του ευρωπαϊκού πυλώνα του ΝΑΤΟ δεν αποδυναμώνει την Ατλαντική Συμμαχία, αντιθέτως αντιπροσωπεύει μεγαλύτερη ευθύνη για τους ίδιους τους Ευρωπαίους, συμφώνησε από την πλευρά του ο Μακρόν.
Οι δύο χώρες αποφάσισαν επίσης να συντονίσουν και να μοιραστούν τις στρατηγικές αναλύσεις τους, καθώς και να ξεκινήσουν ένα γαλλογερμανικό πρόγραμμα, ώστε να αναπτύξουν τις αναγκαίες καινοτομίες που απαιτούνται για τους πολέμους του μέλλοντος.