Του Κώστα Ράπτη
Η τηλεφωνική επικοινωνία του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλαντίμιρ Πούτιν η οποία έχει προγραμματισθεί για σήμερα στις 5 μ.μ. (ώρα Ελλάδος) έρχεται στο φόντο δύο εξελίξεων με στατιστικό, αν μη τι άλλο, ενδιαφέρον: στη συνάντησή τους την Παρασκευή στην Κωνσταντινούπολη, την πρώτη μετά από τρία έτη, οι αντιπροσωπείες Ρωσίας και Ουκρανίας συμφώνησαν στη μεγαλύτερη ανταλλαγή αιμαλώτων (χιλίων εκατέρωθεν) από την έναρξη του πολέμου. Όμως η νύχτα του Σαββάτου σημαδεύθηκε επίσης από τη μεγαλύτερη στα χρονικά επιδρομή ρωσικών drones στο Κίεβο και άλλους ουκρανικούς στόχους.
Με άλλα λόγια, ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει εξασφαλίσει έλεγχο του ρυθμού των εξελίξεων, διατηρώντας τη στρατιωτική πίεση επί της Ουκρανίας, την ίδια ώρα που πέτυχε την έναρξη μιας διαπραγμάτευσης με τη μεθοδολογία που προτιμούσε η ρωσική πλευρά, "αποδρώντας" από τον κλοιό που επιχείρησαν να δημιουργήσουν η Γαλλία, η Γερμανία, η Βρετανία και η Πολωνία, απαιτώντας άμεση κατάπαυση του πυρός για τριάντα ημέρες, υπό την απειλή νέων αυστηρών κυρώσεων.
Κατοχύρωσε επίσης στην πράξη μία λογική "συνέχειας" με τις συνομιλίες που επίσης είχαν λάβει χώρα στην Κωνσταντινούπολη την άνοιξη του 2022 (με επικεφαλής και τότε από ρωσικής πλευράς τον Βλαντίμιρ Μεντίνσκι), μολονότι το Κίεβο επιμένει ότι αυτές δεν δημιουργούν κανένα "κεκτημένο”.
Τίποτε από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί δίχως τη διευκόλυνση που προσέφερε ο Ντόναλντ Τραμπ, αφενός παροτρύνοντας την ουκρανική πλευρά να μην "χάσει την ευκαιρία" που συνιστούσε το ραντεβού της Κωνσταντινούπολης, αφετέρου εκφράζοντας την προθυμία του να συναντηθεί με τον Πούτιν, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι μόνο οι δυο τους είναι σε θέση να τερματίσουν τη σύγκρουση.
Η σημερινή συνδιάλεξη αποτελεί την "αποζημίωση" του Τραμπ για το ότι ο Ρώσος ηγέτης δεν ανταποκρίθηκε στην πρό(σ)κληση για μία συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη. Άλλωστε, ούτε ο ένοικος του Κρεμλίνου επείγεται να νομιμοποιήσει ως συνομιλητή τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι (του οποίου η θητεία έληξε πέρσι), ούτε η ρωσική αντιπροσωπεία επέδειξε ελαστικότητα στους όρους για μία εκεχειρία τους οποίους συζήτησε με την ουκρανική πλευρά.
Αντιθέτως, ο Ζελένσκι παρέκαμψε τη νομοθετημένη στη χώρα του απαγόρευση διαπραγμάτευσης με τη Ρωσία, ενώ οι συνομιλίες της Κωνσταντινούπολης έληξαν με αμοιβαία δέσμευση συνέχισής τους.
Με άλλα λόγια, ο Πούτιν τρόπον τινά επιβραβεύεται για... παραχωρήσεις στις οποίες δεν προβαίνει. Πρόκειται για το πικρό συμπέρασμα το οποίο θα πρέπει να αφομοιώσει η ευρωπαϊκή πλευρά, όσο διεκδικεί ρόλο σε μία σύγκρουση που τόσο σε επιχειρησιακό όσο και σε διπλωματικό επίπεδο εκτυλίσσεται εν πολλοίς ερήμην της.
Η Ρωσία συνομιλεί πλέον με την Ουκρανία και (σε μία ευρύτερη θεματική γκάμα) με την Ουάσιγκτον από τις αρχές του χρόνου. Οι Ευρωπαίοι, ωστόσο, συνομιλούν κυρίως με τους εαυτούς τους. Ή μάλλον, ασκούν "λόμπινγκ" προς τη Ουάσιγκτον να αναθεωρήσει τις αποφάσεις της και ενθαρρύνουν το Κίεβο να συνεχίσει να δίνει τον πόλεμο "για το μέλλον της Ευρώπης" χωρίς μεγάλο κόστος για την ίδια.
Ωστόσο, στη συνάντηση της Κωνσταντινούπολης η ρωσική αντιπροσωπεία ρώτησε ωμά την ουκρανική πόσο ακόμη θεωρεί ότι θα μπορεί να πολεμά, ενώ υπενθύμισε ότι ο Μεγάλος Βόρειος Πόλεμος της Ρωσίας με τη Σουηδία στις αρχές του 18ου αιώνα διήρκεσε 21 έτη.
Δεν λέει κάτι διαφορετικό ο Ντόναλντ Τραμπ όταν υποστηρίζει ότι ο Πούτιν είναι σε θέση να κατακτήσει όλη την Ουκρανία και μόνο μία συμφωνία μαζί του μπορεί να αποτρέψει αυτό το ενδεχόμενο.