Του Κώστα Ράπτη
Το Ισραήλ ετοιμάζεται να κινηθεί μονομερώς κατά του Ιράν, βομβαρδίζονας εγκαταστάσεις του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, μετέδωσε την Τρίτη το CNN, επικαλούμενο πηγές του στην κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ.
Σύμφωνα με το αμερικανικό δίκτυο, οι οριστικές αποφάσεις από ισραηλινής πλευράς δεν έχουν ληφθεί και θα εξαρτηθούν από το αν οι εν εξελίξει συνομιλίες των ΗΠΑ με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα καταλήξουν σε συμφωνία που δεν θα συμπεριλαμβάνει την απομάκρυνση όλου του διαθέσιμου εμπλουτισμένου ουρανίου από την ιρανική επικράτεια.
Οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών βάσισαν την εκτίμησή τους σε δημόσιες και ιδιωτικές επικοινωνίες ανώτερων αξιωματούχων στο Ισραήλ, υποκλαπείσες επικοινωνίες και παρατηρήσεις κινήσεων των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων, πάντα σύμφωνα με το CNN.
Αποτελεί ασφαλώς κρίσιμο ερώτημα γιατί οι εν λόγω υπηρεσίες επέλεξαν την διαρροή των συγκεκριμένων πληροφοριών, οι οποίες δεν έχουν επιβεβαιωθεί από έτερη πηγή. Παίρνει προληπτικά η αμερικανική πλευρά τις αποστάσεις της από ισραηλινούς σχεδιασμούς με τους οποίους δεν ευθυγραμμίζεται; Επιχειρεί να τους ακυρώσει με την πρόωρη δημοσιοποίησή τους; Ή μήπως η διαρροή εξυπηρετεί την αντίθετη επιδίωξη, ήτοι να βραχυκυκλωθούν προληπτικά τα διπλωματικά ανοίγματα της κυβέρνησης Τραμπ προς την Τεχεράνη χωρίς καν να χρειασθεί να δράσει η ισραηλινή πλευρά;
Το ότι το Ισραήλ (γνωστοποιεί ότι) εξετάζει στρατιωτικές κινήσεις που σαμποτάρουν αμερικανικές επιλογές είναι ήδη ενδεικτικό της καχυποψίας που πλέον χαρακτηρίζει την διμερή σχέση με τις ΗΠΑ, αφότου ο Τραμπ επέλεξε τις διαπραγματεύσεις με το Ιράν, προχώρησε σε συμφωνία με τους (σύμμαχους της Τεχεράνης) Χούθι της Υεμένης, ερήμην του Ισραήλ και πραγματοποίησε μεσανατολική περιοδεία, κατά την οποία δεν βρήκε τον χρόνο ούτε για μια σύντομη στάση στην χώρα που φέρεται ως ο στενότερος σύμμαχος της Ουάσιγκτον στην περιοχή.
Από την άλλη πλευρά, όμως, αξίζει να αναρωτηθεί κανείς: είναι σε θέση το Ισραήλ να προβεί, χωρίς πολιτικό αλλά και επιχειρησιακό συντονισμό με τις ΗΠΑ, σε πλήγματα σαν αυτά που περιγράφει το CNN; Και ακολουθεί όντως η κυβέρνηση Τραμπ με μία στοιχειεώδη συνέπεια την οδό της εκτόνωσης των εντάσεων με την Ισλαμική Δημοκρατία.
Γεγονός παραμένει ότι αύριο Παρασκευή θα πραγματοποιηθεί, όπως ανακοινώθηκε από το σουλτανάτο του Ομάν που διατηρεί τον μεσολαβητικό ρόλο, νέος γύρος διαπραγματεύσεων, ο πέμπτος κατά σειρά τον τελευταίο ενάμιση μήνα, μεταξύ αντιπροσωπειών των ΗΠΑ και του Ιράν, αυτή τη φορά στη Ρώμη.
Ωστόσο, ήδη από την Τρίτη ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ δήλωσε για τις διαπραγματεύσεις: "Δεν θεωρούμε θα καταλήξουν σε οποιοδήποτε αποτέλεσμα”.
Η διαφαινόμενη εμπλοκή έχει να κάνει με την σαφέστερη μετατόπιση της αμερικανικής πλευράς στην απαίτηση τερματισμού από ιρανικής πλευράς κάθε δραστηριότητας εμπλουτισμού ουρανίου. "Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε εμπλουτισμό ουρανίου ούτε σε ποσοστό 1%” δήλωσε την Κυριακή στο ABC ο ειδικός απεσταλμένος του Τραμπ, Στιβ Γουίτκοφ, ο ίδιος ο οποίος είχε προηγουμένως ώθηση στις συνομιλίες, με δηλώσεις του που έθεταν την αμερικανική "κόκκινη γραμμή” στο 3,67%, πέρα από το οποίο ανοίγει ο δρόμος για να αποκτήσει το Ιράν πυρηνικό όπλο.
Όμως ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών, Αμπάς Αραγτσί, έχει προειδοποιήσει ότι η απαίτηση για μηδενισμό του εμπλουτισμένου σημαίνει αυτομάτως μη επίτευξη συμφωνίας.
Η ιρανική πλευρά, επικαλείται διάταγμα του Χαμενεΐ, το οποίο απαγορεύει την απόκτηση πυρηνικών όπλων. Ταυτόχρονα, όμως, υπεραμύνεται σθεναρά του κυριαρχικού δικαιώματός της να εμπλουτίζει ουράνιο για μη στρατιωτικούς σκοπούς, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων.
"Σε λίγο θα μας ζητήσουν να μην ασχολούμαστε με τη φυσική και τα μαθηματικά” σχολίασε δηκτικά ο έμπιστος του Χαμενεΐ, Τζαβάντ Λαριτζανί.
Την περασμένη εβδομάδα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε πως η επίτευξη μιας νέας συμφωνίας με την Τεχεράνη βρίσκεται πολύ κοντά, καθώς έχει επιδοθεί στο Ιράν μια πρόταση. Πρόσθεσε δε πως οι Ιρανοί πρέπει να "κινηθούν γρήγορα αλλιώς κάτι κακό θα συμβεί”.
Και το ερώτημα προκύπτει: θα είναι η συνάντηση της Ρώμης ένα νέο "Ραμπουγιέ”, όπως η συνάντηση του 1999, η οποία με την προβολή μαξιμαλιστικών απαιτήσεων προς την Γιουγκοσλαβία του Μιλόσεβιτς δικαιολόγησε την ανάλυψη στρατιωτικής δράσης εναντίον της, εμφανίζοντάς την ως αρνητική προς διπλωματικές λύσεις; Αποτελούν όσα παρακολουθούμε ένα παίγνιο επίρριψης ευθυνών για μια προσχεδιασμένη αποτυχία της διπλωματίας ή αντανακλούν πραγματικές αντιφάσεις της αμερικανικής πλευράς εν μέσω πολέμου επιρροής στους διαδρόμους της εξουσίας;