Η Βρετανία φαίνεται να εισέρχεται σε μια φάση εμπορικής επανατοποθέτησης, καθώς επωφελείται από νέες συμφωνίες με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση και παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στην εμπορική διένεξη μεταξύ τους. Η αναπροσαρμογή του εμπορικού της πλαισίου, μετά την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δημιουργεί νέες δυναμικές για την οικονομία και τη βιομηχανική της παραγωγή, σύμφωνα με ανάλυση του αμερικανικού δικτύου CNBC.
Σύμφωνα με τον Markus Altmann, αντιπρόεδρο του Βρετανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο διαθέτει σημαντικά αποθέματα βιομηχανικής δυναμικότητας μετά το Brexit. Αν προκύψει ένα σημαντικό δασμολογικό χάσμα ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την ΕΕ, τότε η χώρα θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να ανακτήσει τον ρόλο της ως σημαντικός βιομηχανικός κόμβος στην Ευρώπη.
Ήδη, η Βρετανία έχει συνάψει συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία μειώνει τους δασμούς στα αυτοκίνητα στο 10% και της εξασφαλίζει τον χαμηλότερο δυνατό δασμό στις εισαγωγές χάλυβα. Επιπλέον, η κυβέρνηση των Εργατικών υπό τον Κιρ Στάρμερ, ο οποίος είχε ταχθεί κατά του Brexit, συμφώνησε με τις Βρυξέλλες σε ένα νέο πλαίσιο εμπορικής "επαναφοράς” των σχέσεων μετά από χρόνια έντασης.
Η θετική αυτή συγκυρία έρχεται έπειτα από μια περίοδο σημαντικής αβεβαιότητας για τις βρετανικές επιχειρήσεις, οι οποίες χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν περισσότερα γραφειοκρατικά εμπόδια και δυσκολίες στην πρόσβαση σε αγορές μετά την αποχώρηση από την ενιαία αγορά της ΕΕ. Παρόλα αυτά, η ΕΕ παρέμεινε ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος του Ηνωμένου Βασιλείου και το 2024 αντιπροσώπευε πάνω από το 50% των εξαγωγών αγαθών της χώρας, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Μεγάλες επιχειρήσεις — ιδίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως οι Goldman Sachs και JPMorgan — μετέφεραν δραστηριότητες σε χρηματοοικονομικά κέντρα της ΕΕ όπως το Δουβλίνο, το Παρίσι, το Άμστερνταμ και η Φρανκφούρτη, αν και η έκταση της μετακίνησης ήταν τελικά μικρότερη από τις αρχικές προβλέψεις.
Οι οικονομικές επιπτώσεις του Brexit παραμένουν αντικείμενο διαφωνίας, αλλά υπάρχει ευρεία συμφωνία μεταξύ οικονομολόγων ότι το Brexit επιβράδυνε τις εξαγωγές, την απασχόληση και τη συνολική ανάπτυξη. Η Ανεξάρτητη Υπηρεσία Δημοσιονομικής Ευθύνης του Ηνωμένου Βασιλείου εκτιμά ότι οι εξαγωγές και οι εισαγωγές θα είναι περίπου 15% χαμηλότερες σε βάθος χρόνου σε σύγκριση με ένα σενάριο παραμονής στην ΕΕ, ενώ το ΑΕΠ της χώρας θεωρείται κατά 5% μικρότερο απ’ ό,τι θα ήταν χωρίς το Brexit.
Παρά τη σχετική εμπορική ομαλότητα που έχει επιτευχθεί, το ενδεχόμενο να ωφεληθεί η Βρετανία από μια επιδείνωση των εμπορικών σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ παραμένει ασαφές. Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει προτείνει δασμούς ύψους 30% σε ευρωπαϊκά προϊόντα, με πιθανή ημερομηνία εφαρμογής την 1η Αυγούστου. Ωστόσο, η αστάθεια της πολιτικής του καθιστά αβέβαιο το αν τελικά οι δασμοί θα εφαρμοστούν, αν θα αυξηθούν ή μειωθούν σε σχέση με την υφιστάμενη δασμολογική γραμμή του 10%.
Σύμφωνα με τον Carsten Nickel, διευθύνοντα σύμβουλο της Teneo, ακόμη και αν εφαρμοστούν οι δασμοί, μια μεταστροφή των επενδύσεων από την ΕΕ προς τη Βρετανία δεν πρόκειται να συμβεί άμεσα. Ο χρονικός ορίζοντας για μεταφορά παραγωγικών μονάδων είναι πολυετής, αν όχι δεκαετής. Επιπλέον, το συγκριτικό πλεονέκτημα του Ηνωμένου Βασιλείου παραμένει στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και όχι στη βαριά βιομηχανία ή στην παραγωγή υψηλής τεχνολογίας, τομέας στον οποίο ξεχωρίζουν χώρες όπως η Γερμανία και η Ιταλία.
Η ιδέα πως οι επιχειρήσεις θα μεταφέρουν άμεσα την παραγωγή τους από χώρες όπως η Γερμανία ή η Ελβετία στο Ηνωμένο Βασίλειο, λόγω της προνομιακής του σχέσης με τις ΗΠΑ, δεν είναι ρεαλιστική με τα σημερινά δεδομένα, τονίζεται στο άρθρο του CNBC.
Το Ηνωμένο Βασίλειο ενδέχεται να βρει ευκαιρίες σε αυτό το σύνθετο περιβάλλον, vst;oso η αξιοποίησή τους απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό, μακροπρόθεσμες επενδύσεις και διατήρηση σταθερών εμπορικών σχέσεων τόσο με την Ευρώπη όσο και με τις Ηνωμένες Πολιτείες.