Του Κώστα Ράπτη
Αργά αλλά σταθερά η Μεγάλη Βρετανία οδεύει προς δημοσιονομική κρίση – και σε αντίθεση με την κρίση του 2008 δεν θα είναι οι τράπεζες ο υπεύθυνος.
Η απόδοση του δεκαετούς βρετανικξού ομολόγου έφτασε στο 4,82%, το υψηλότερο από το 2008. Και η απόδοση του 30ετούς ανέβηκε στο 5,383% στις 8 Ιανουαρίου, ήτοι στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και 27 χρόνια.
Η προσφορά δημόσιου χρέους ενισχύθηκε μετά τον έγκριση του προϋπολογισμού στις 30 Οκτωβρίου, οπότε η υπουργός Οικονομικών Ρέιτσελ Ριβς όρισε αυξήσεις δανεισμού αλλά και φόρων με στόχο την τόνωση της ανάπτυξης. Για την ακρίβεια, ο συνολικός δανεισμός κατά το παρόν δημοσιονομικό έτος θα φθάσει τα 297 δισ. στερλίνες, με αύξηση κατά 142 δισ. λόγω των πολιτικών της Ριβς.
Σε ποσοστά ο κρατικός δανεισμός θα φτάσει το 4,5% του ΑΕΠ, οδηγώντας τον συνολικό όγκο του δημόσιου χρέους κοντά στο 100% του ΑΕΠ. Και μόνο το ένα τρίτο του δανεισμού πρόκειται να καλύψει δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες έχουν το πλεονέκτημα να τονώνουν την ανάπτυξη.
Ως εδώ δεν πρόκειται για βρετανική ιδιαιτερότητα. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Γαλλία αναμένεται να καταγράψουν ελλείμματα από του Ηνωμένου Βασιλείου. Για τις ΗΠΑ, οι αναλυτές αναμένουν ότι το έλλειμμα θα αγγίξει το 7% του ΑΕΠ. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της γαλλικής κυβέρνησης προβλέπεται να κινηθεί μεταξύ 5% και 5,5% του ΑΕΠ.
Ως αποτέλεσμα, η απόδοση των δεκαετών ομολόγων των ΗΠΑ αυξήθηκε μετά τις προεδρικές εκλογές στο 4,7% (ήτοι σχεδόν στα βρετανικά επίπεδα) από 3,6% τον Σεπτέμβριο πριν από τις προεδρικές εκλογές καθώς άπαντες αναμένουν αύξηση του δανεισμού από τον Τραμπ, ώστε να στηριχθούν οι φοροαπαλλαγές που έχει κατά νου.
Η στάση των επενδυτών θα καθορισθεί και από τις εκτιμήσεις για το ύψος του πληθωρισμού. Στη Βρετανία αυτός είχε επιβραδυνθεί στο στόχο του 2% τον Μάιο και τον Ιούνιο του περασμένου έτους, αλλά αυξήθηκε στο 2,6% σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που δημοσιεύθηκαν τον Δεκέμβριο. Όλα αυτά, χωρίς να συνυπολογισθούν τυχόν εξωγενείς πιέσεις λ.χ. μια νέα άνοδος των τιμών της ενέργειας λόγω των εντάσεων στη Μέση Ανατολή.
Σημειώνεται ότι το ένα τέταρτο των βρετανικών ομολόγων σε κυκλοφορία είναι συνδεδεμένο με τον πληθωρισμό, ποσοστό υψηλότερο οποιασδήποτε άλλης ανεπτυγμένης χώρας και διπλάσιο λ.χ. του αντίστοιχου ιταλικού (12%).
Αν ο πληθωρισμός επιμείνει στις ΗΠΑ, η Federal Reserve είναι πιθανό να διατηρήσει υψηλά τα επιτόκια για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, δημιουργώντας διεθνή τάση και συμπαρασύροντας και την Τράπεζα της Αγγλίας σε πολιτικές ακριβού χρήματος. Άρα και το κόστος δανεισμού του βρετανικού δημοσίου θα γίνει βαρύτερο. Ήδη το 2023-2024 περισσότερο από το 8% των κρατικών δαπανών πήγε για την εξυπηρέτηση του χρέους, ήτοι άνω των 100 δισ. στερλινών.
Έτσι, εάν οι πληρωμές τοκοχρεολυσίων αυξηθούν, η Ριβς μπορεί να χρειαστεί να αυξήσει περαιτέρω τους φόρους για να εξισορροπήσει τα βιβλία, σύμφωνα με τους δημοσιονομικούς της κανόνες, που ορίζουν ότι δεν θα δανειστεί για να καλύψει τρέχουσες δαπάνες. Οι υψηλότεροι φόροι ενδέχεται να περιορίσουν την οικονομική ανάπτυξη, γεγονός που θα καταστήσει επίσης το Ηνωμένο Βασίλειο λιγότερο ελκυστικό για τους διεθνείς επενδυτές.
Οι άνθρωποι των αγορών αντιμετωπίζουν ήδη τη Βρετανία ως τον αδύναμο κρίκο της G7 και πάντως ως πηγή ρίσκων μεγαλύτερων από αυτά που επιφυλάσσουν οι πάλαι ποτέ PIGS της ευρωζώνης. Αρκεί να υπογραμμισθεί ότι οι αποδόσεις του βρετανικού δεκαετούς ομολόγου είναι κατά 130 μονάδες βάσης υψηλότερες από του αντίστοιχου ιταλικού. Ακόμη και η Γαλλία, βυθισμένη στην πολιτική κρίση και δίχως να έχει ακόμη προϋπολογισμό, αντιμετωπίζεται επιεικέστερα της Βρετανίας από τις αγορές.
Το ότι η Γηραιά Αλβιών έχει χρόνιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της τάξης του 4% ετησίως και καθαρή επενδυτική θέση μείον ενός τρισ. στερλινών συμπληρώνει την εικόνα.