Την περικοπή τουλάχιστον 7.700 θέσεων εργασίας ανακοίνωσε η BP, καθώς ο πετρελαϊκός "κολοσσός" με έδρα το Λονδίνο επιδιώκει να μειώσει το κόστος, έπειτα από τις προβλέψεις για χαμηλότερα κέρδη το δ' τρίμηνο του περασμένου έτους.
Ειδικότερα, όπως δήλωσε την Πέμπτη ο διευθύνων σύμβουλος Murray Auchincloss, η BP θα απολύσει 4.700 υπαλλήλους, δηλαδή περίπου στο 5% του εργατικού δυναμικού της, και θα περικόψει παραπάνω από 3.000 θέσεις εργολάβων.
Η BP απασχολεί περίπου 90.000 εργαζόμενους.
Σύμφωνα με τον Auchincloss, σχεδιάζονται περισσότερες προσπάθειες περικοπής του κόστους και η εταιρεία έχει σταματήσει ή αναστείλει 30 έργα από τον περασμένο Ιούνιο για να επικεντρωθεί στα πιο κερδοφόρα projetcs. Η προσπάθεια ψηφιοποίησης της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένης της προώθησης της Τεχνητής Νοημοσύνης σε όλα τα τμήματα, είναι το κλειδί για αυτά τα σχέδια, δήλωσε ο Auchincloss.
"Καταλαβαίνω και αναγνωρίζω την αβεβαιότητα που αυτό προκαλεί σε όλους όσων η θέση μπορεί να κινδυνεύει, καθώς επίσης και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στους συναδέλφους και τις ομάδες", έγραψε ο Auchincloss σε ηλεκτρονικό μήνυμα προς τους εργαζόμενους της BP, το οποίο επικαλείται το Bloomberg.
Η μετοχή της BP σημείωσε άνοδο 1,6% στο Λονδίνο, ξεπερνώντας τις επιδόσεις των περισσότερων ευρωπαϊκών ενεργειακών ομολόγων της.
Σημειώνεται ότι προχθές, Τρίτη, η εταιρεία εξέπεμψε προειδοποιήσεις για χαμηλότερα κέρδη στο δ' τρίμηνο του 2024, επικαλούμενη τη χαμηλότερη παραγωγή, τα ασθενή περιθώρια διύλισης και τις υποτονικές συναλλαγές.
Από τότε που ανέλαβε το τιμόνι πριν από ένα χρόνο, ο Auchincloss μείωσε τη στρατηγική ενεργειακής μετάβασης της εταιρείας σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τα κέρδη και να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, καθώς το μερίδιο της BP υστερεί έναντι των ανταγωνιστών της.
Η BP ανακοίνωσε ότι η πτώση των περιθωρίων διύλισης και ο υψηλότερος αντίκτυπος από τη δραστηριότητα ανάκαμψης και συντήρησης θα οδηγήσει σε τριμηνιαία πτώση των κερδών έως και 300 εκατομμύρια δολάρια, ενώ οι εργασίες στη μονάδα παραγωγής πετρελαίου της θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε περαιτέρω μείωση του 200 έως 400 εκατομμύρια δολάρια.