Tου Κώστα Ράπτη
Ο Βενιαμίν Νετανιάχου είναι ο μόνος ηγέτης ο οποίος στους τρεις μήνες της δεύτερης προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ έχει επισκεφθεί τον Λευκό Οίκο δύο φορές. Η πρώτη επίσκεψη σημαδεύθηκε από την άκρως συμβολική εικόνα του προέδρου των ΗΠΑ να τραβά την καρέκλα, ώστε να βοηθήσει τον φιλοξενούμενό του να καθίσει. Όμως η δεύτερη επίσκεψη δεν περιλάμβανε αντίστοιχες στιγμές ικανοποίησης για τον Ισραηλινό πρωθυπουργό.
Ο Νετανιάχου δεν κατάφερε να μετατοπίσει τον οικοδεσπότη του σε ό,τι αφορά το ζήτημα των αμερικανικών δασμών που επιβλήθηκαν στις εισαγωγές από το Ισραήλ. Ούτε μπόρεσε να παρεμβληθεί στην τουρκο-αμερικανική σχέση και την διαφαινόμενη συμφωνία για ένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα των μαχητικών F-35. Αντιθέτως, άκουσε τον Τραμπ να λέει ότι ο Ερντογάν είναι "φίλος” του.
Ακόμη και στο ζήτημα της Λωρίδας της Γάζας, ο Αμερικανός πρόεδρος, καίτοι εκθείασε και πάλι δημοσίως το ευφάνταστο σχέδιό του για εθνοκάθαρση της περιοχής, φρόντισε λίγο πριν από την συνάντηση με τον Νετανιάχου να πραγματοποιήσει τηλεφωνική τετραμερή συνομιλία με τον επισκεπτόμενο την Αίγυπτο Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, τον Αιγύπτιο πρόεδρο στρατάρχη Σίσι και τον Ιορδανό μονάρχη Αμπντουλάχ, ήτοι τους ηγέτες που επεξεργάζονται εναλλακτικό σχέδιο για την ανοικοδόμηση του παλαιστινιακού θύλακα, με πολιτική εκτόπιση της Χαμάς, αλλά όχι των κατοίκων του.
Κυρίως, όμως, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός δοκίμασε μια δυσάρεστη έκπληξη στο ό,τι αφορά το ζήτημα που τον απασχολεί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο: το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Ο ένοικος του Λευκού Οίκου ανακοίνωσε ότι το Σάββατο πρόκειται να πραγματοποιηθούν άμεσες συνομιλίες της αμερικανικής και της ιρανικής πλευράς στο Σουλτανάτο του Ομάν, το οποίο παραδοσιακά μεσολαβεί σε τέτοιου είδους επαφές, όπως είχε συμβεί την προηγούμενη δεκαετία, οπότε φιλοξένησε τις εμπιστευτικές συναντήσεις της κυβέρνησης Ομπάμα με την Ισλαμική Δημοκρατία, οι οποίες οδήγησαν στην διεθνή συμφωνία (JCPOA) για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Το Ιράν έχει δηλώσει επιφυλακτικά δεκτικό σε έμμεσες επαφές με την κυβέρνηση Τραμπ, αλλά απέκλειε τις άμεσες συνομιλίες, όσο παραμένει το πλαίσιο των απειλών και των πιέσεων που εκπορεύονται από την Ουάσιγκτον προς την Τεχεράνη. Βρισκόμαστε άλλωστε σε μία συγκυρία κατά την οποία οι ΗΠΑ έχουν μεταφέρει δύο αεροπλανοφόρα στην περιοχή πέριξ του Ιράν και στρατηγικά βομβαρδιστικά στυην βάση της νήσου Ντιέγκο Γκαρσία, ενώ σφυροκοπούν τους συμμάχους της Τεχεράνης στην Υεμένη.
Αλλά στις συνομιλίες του Σαββάτου πρόκειται να συμμετέχουν από αμερικανικής πλευράς ο προεδρικός απεσταλμένος Στιβ Ουίτκοφ και από ιρανικής ο υπουργός Εξωτερικών Αμπάς Αραγτσί. Θα ήταν δύσκολο να έχει κινητοποιηθεί ο επικεφαλής της ιρανικής διπλωματίας απλώς για έμμεσες επαφές εκ του σύνεγγυς.
Διέπραξε γκάφα ο Τραμπ ή απλώς φρόντισε να δεσμεύσει δημοσίως το Ιράν στις άμεσες επαφές, προλαμβάνοντας ταυτόχρονα οποιαδήποτε παρεμβολή του Ισραήλ;
Όμως το μεγαλύτερο ερώτημα είναι εάν η συνάντηση του Σαββάτου αποτελεί πρώτη κίνηση σε μια αυθεντική διαπραγμάτευση ή απλώς επικοινωνιακό χειρισμό προετοιμασίας μιας θερμής αναμέτρησης η οποία φαντάζει όλο και πιο πιθανή.
Η ανταπόκριση των Ιρανών ιθυνόντων δείχνει ότι διακρίνουν κάποια, έστω και μικρή, ευκαιρία συνδιαλλαγής, με τελικό έπαθλο την περιπόθητη άρση των οικονομικών κυρώσεων. Όμως κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η αμερικανική κυβέρνηση εκδηλώνει μια σπάνια αποστασιοποίηση από τις προτεραιότητες του Ισραήλ.
Το ότι ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Μάικ Ουόλς, που εκφράζει την "νεοσυντηρητική γραμμή”, βρίσκεται σε δύσκολη θέση λόγω του σκανδάλου της συμπερίληψης του δημοσιογράφου Τζέφρι Γκόλντμπεργκ σε συνομιλία αξιωματούχων κατά τη στιγμή εκδήλωσης επίθεσης στην Υεμένη, είναι μία παράμετρος που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη. Το ότι επίσης, ο "λαός του MAGA” δυσφορεί όλο και περισσότερο προς την προοπτική μιας πολεμικής περιπέτειας με το Ιράν, ασφαλώς δεν αφήνει αδιάφορο τον Τραμπ. Χαρακτηριστική είναι η ανάρτηση του επιδραστικού συντηρητικού δημοσιογράφου Τάκερ Κάρλσον ότι όποιος συμβουλεύει στρατιωτικές λύσεις στο ιρανικό ζήτημα δεν είναι φίλος της Αμερικής.
Υπενθυμίζεται ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν αυτός που στην προηγούμενη προεδρική θητεία του αποδέσμευσε τις ΗΠΑ από την JCPOA και υιοθέτησε πολιτική "μέγιστης πίεσης” έναντι του Ιράν, συμπεριλαμβανομένης και της δολοφονίας του Ιρανού στρατηγού Κάσεμ Σολεϊμανί. Στην παρούσα φάση η αμερικανική πλευρά επιχειρεί να αποσπάσει παραχωρήσεις από το Ιράν σε θέματα τα οποία δεν κάλυπτε η JCPOA, όπως οι ιρανικοί βαλλιστικοί πύραυλοι και η "περιφερειακή συμπεριφορά” της Ισλαμικής Δημοκρατίας, ήτοι οι σχέσεις της με τον λεγόμενο "άξονα της αντίστασης” κατά του Ισραήλ. Το ότι ο τελευταίος εμφανίζεται βαριά τραυματισμένος, ιδίως μετά την δολοφονία του ηγέτη της λιβανικής Χεζμπολλάχ, Χασάν Νασράλλα και την πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία, γεννά σε πολλούς την επιθυμία να μεταφερθεί η πίεση, όσο παραμένει αυτό το "παράθυρο ευκαιρίας”, απευθείας στην Τεχεράνη. Από την πλευρά τους, Νετανιάχου και νεοσυντηρητικοί διεκδικούν την προώθηση "μοντέλου Λιβύης” και για το Ιράν, δηλ. πλήρη κατάργηση του πυρηνικού του προγράμματος και όχι απλώς θέσπιση ελέγχων ότι αυτό δεν θα στραφεί σε στρατιωτική χρήση.
Παρεμπιπτόνως ο Αλί Λαριτζανί, σύμβουλος του ανώτου ηγέτη του Ιράν, αγιατολλάχ Χαμενεϊ, σε πρόσφατη συνέντευξή του δήλωσε ότι ακριβώς η κλιμάκωση των πιέσεων μπορεί να οδηγήσει την χώρα του στην αναθεώρηση του δόγματός της, που αυτή τη στιγμή αποκλείει την απόκτηση πυρηνικών όπλων.