Του Γιώργου Σ. Σκορδίλη
Η Ερυθρά Θάλασσα ξαναμπήκε στο επίκεντρο της διεθνούς ανησυχίας, μετά τις νέες επιθέσεις που εξαπέλυσαν οι αντάρτες Χούθι από την Υεμένη, χτυπώντας εμπορικά πλοία που διέρχονταν από τη θαλάσσια οδό. Το πιο αιματηρό επεισόδιο σημειώθηκε όταν το φορτηγό πλοίο Eternity C, με σημαία Λιβερίας και ελληνική διαχείριση, δέχθηκε συνδυασμένη επίθεση με drone, ταχύπλοα και εκρηκτικά, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους τρία μέλη του πληρώματος και να τραυματιστούν άλλοι. Την ίδια ώρα, άλλο πλοίο, το Magic Seas, επίσης ελληνικών συμφερόντων, βυθίστηκε μετά από πλήγμα, ενώ το πλήρωμα πρόλαβε να εγκαταλείψει το σκάφος.
Οι επιθέσεις αυτές ήρθαν να υπενθυμίσουν με βίαιο τρόπο πως η κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα δεν έχει τελειώσει, παρά τις κατά καιρούς διεθνείς στρατιωτικές επιχειρήσεις που είχαν στόχο να διασφαλίσουν την ελευθερία ναυσιπλοΐας. Αντιθέτως, δείχνουν πως οι Χούθι διαθέτουν επιχειρησιακή δυνατότητα, στόχευση και κυρίως πρόθεση να συνεχίσουν τις επιθέσεις, πλήττοντας όχι μόνο την ισραηλινή ναυτιλία, αλλά και όσα πλοία θεωρούν "συνδεδεμένα" με την αντίπαλη πλευρά, με βάση ιδιοκτησία, διαχειρίστρια εταιρεία ή προηγούμενους προορισμούς.
Αυτό δημιουργεί ένα κλίμα αβεβαιότητας για ολόκληρη την παγκόσμια ναυτιλία. Οι ναυλωτές, οι πλοιοκτήτες και οι ασφαλιστικές εταιρείες καλούνται να λάβουν δύσκολες αποφάσεις. Σύμφωνα με πληροφορίες από την Lloyd’s List και την Financial Times, τα ασφάλιστρα στην περιοχή έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί, ξεπερνώντας το 1% της αξίας του πλοίου σε κάποιες περιπτώσεις. Αυτό σημαίνει ότι για ένα πλοίο αξίας 100 εκατομμυρίων δολαρίων, η ασφαλιστική κάλυψη μπορεί να κοστίζει έως και 1 εκατομμύριο δολάρια για ένα μόνο πέρασμα από την Ερυθρά.
Το πραγματικό δίλημμα, όμως, δεν είναι μόνο οικονομικό. Πλοιοκτήτες και διαχειριστές πρέπει να επανεξετάσουν εξ ολοκλήρου την προσέγγισή τους στην ανάλυση κινδύνου. Δεν αρκεί πλέον η απλή αποφυγή του Ισραήλ στον τελευταίο λιμένα ή η απουσία φορτίου που να σχετίζεται με στρατιωτικό εξοπλισμό. Οι Χούθι επιλέγουν στόχους με τρόπο απρόβλεπτο, και η διεθνής κοινότητα δεν έχει ακόμη καταφέρει να διαμορφώσει ένα αποτελεσματικό αποτρεπτικό πλαίσιο.