Η ιδέα του επιθετικού οικονομικού εθνικισμού βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης στην Ουάσινγκτον. Οι εκκλήσεις "να γίνει η Αμερική ξανά μεγάλη" εκπορεύονται διαρκώς από τον Λευκό Οίκο και δεσπόζουν στα γνώριμα κόκκινα καπέλα που συναντά κανείς σε πολλές περιοχές των ΗΠΑ. Αν και το πλήρες περίγραμμα αυτού του προγράμματος παραμένει θολό, το πλαίσιό του είναι αρκετά σαφές: σημαντική αύξηση των δασμών, με στόχο την ευνοϊκή μεταχείριση των αμερικανικών βιομηχανιών· εξωπραγματικές, σχεδόν νεοαποικιακές προτάσεις που αφορούν περιοχές όπως η Γροιλανδία, ο Παναμάς και ο Καναδάς· εισηγήσεις για κρατική συμμετοχή σε ιδιωτικές εταιρείες· επίμονες προσπάθειες της Ουάσινγκτον να εξασφαλίσει πρόσβαση σε κρίσιμες πρώτες ύλες.
Η αναγέννηση της αμερικανικής ισχύος εμφανίζεται σαν να απαιτεί εκτεταμένη κρατική παρέμβαση – όχι μόνο πολιτικοποίηση των αγορών, αλλά ακόμη και προσωπικές παρεμβάσεις του προέδρου σε ζητήματα λειτουργίας ιδιωτικών επιχειρήσεων, κάτι που παρατηρείται σπάνια σε δημοκρατικά συστήματα με μακρά παράδοση ελεύθερης αγοράς. Χαρακτηριστικό είναι το μήνυμα του Ντόναλντ Τραμπ στο Instagram, όπου ανέφερε ότι είχε συνομιλήσει με την Coca-Cola για τη χρήση πραγματικής ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο στα αναψυκτικά της, δείχνοντας έναν πρωτοφανή βαθμό άμεσης κυβερνητικής παρέμβασης σε ιδιωτικά προϊόντα.
Όσο ανησυχητικά κι αν φαίνονται αυτά τα μέτρα σε πολλούς παρατηρητές, δεν αποτελούν εντελώς νέα φαινόμενα. Ο προστατευτισμός υπήρξε σταθερό συστατικό της ιστορίας του παγκόσμιου καπιταλισμού και σε πολλές περιόδους θεωρήθηκε απαραίτητος για τη διασφάλιση της ανάπτυξης. Στη Βρετανία του 18ου αιώνα, κατά την περίοδο που εξελισσόταν η βιομηχανική επανάσταση, το κράτος θέσπισε σειρά νόμων για να αποκλείσει από την αγορά τα φθηνότερα και ποιοτικά υφάσματα της Ινδίας, προστατεύοντας τους εγχώριους παραγωγούς και επιτρέποντας στη βρετανική βιομηχανία να αναπτυχθεί σε βάρος των εξαγωγών τρίτων χωρών.
Το ίδιο συνέβη στις ΗΠΑ του 19ου αιώνα, οι οποίες ανέπτυξαν τη βιομηχανική τους βάση πίσω από υψηλά δασμολογικά τείχη, προστατεύοντας την εγχώρια παραγωγή από τον διεθνή ανταγωνισμό. Αργότερα, από τη δεκαετία του 1940 έως και τη δεκαετία του 1960, πολλές νεαρές ανεξάρτητες χώρες της Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και τμημάτων της Ασίας υιοθέτησαν προστατευτικά μέτρα για να ενισχύσουν την εγχώρια παραγωγή και να μειώσουν την εξάρτησή τους από ακριβές εισαγωγές, συνδυάζοντας πολιτικές δασμών με ενίσχυση των εθνικών βιομηχανιών και κατάρτιση πολιτικών για την προώθηση της εγχώριας τεχνογνωσίας και της παραγωγικής αυτοδυναμίας.
Το ίδιο ισχύει και για την κρατική ιδιοκτησία επιχειρήσεων, η οποία επίσης δεν είναι κάτι πρωτοφανές. Πολλοί κορυφαίοι οικονομικοί οργανισμοί της μεταπολεμικής εποχής –από τις γαλλικές τράπεζες έως τη Volkswagen στη Γερμανία ή την AT&T στις ΗΠΑ– ήταν είτε κρατικές επιχειρήσεις είτε λειτουργούσαν υπό αυστηρό κρατικό έλεγχο, με το κράτος να καθορίζει σε πολλές περιπτώσεις στρατηγικές επενδύσεις και οικονομικούς στόχους. Επιπλέον, από τα τέλη του 19ου αιώνα, παρατηρείται μια συστηματική προσπάθεια διαφόρων κρατών να εγκλωβίσουν ολόκληρες αλυσίδες παραγωγής εμπορευμάτων εντός εθνικών ή αυτοκρατορικών συνόρων, ώστε να περιορίσουν την εξάρτησή τους από τις διεθνείς αγορές. Η σχεδόν πλήρης αυτάρκεια των ΗΠΑ σε αναγκαίες πρώτες ύλες προκάλεσε έντονο φθόνο στην Ευρώπη και αποτέλεσε έναν από τους βασικούς λόγους για την ενίσχυση των ευρωπαϊκών αποικιακών σχεδίων, καθώς οι ηγεσίες των ευρωπαϊκών δυνάμεων θεωρούσαν ότι η εξάπλωση σε νέες περιοχές ήταν απαραίτητη για να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητά τους απέναντι στην αναδυόμενη αμερικανική οικονομία.