Του Κώστα Ράπτη
Ανίσχυρος ή διπρόσωπος; Το ερώτημα που τίθεται σχετικά με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, μετά την ισραηλινή επίθεση στο Ιράν, μόνο κολακευτικό δεν είναι.
Ο ένοικος του Λευκού Οίκου βλέπει τον στενότερο σύμμαχό του στη Μέση Ανατολή και παγκοσμίως να αναλαμβάνει ("μονομερώς", όπως επιμένει η αμερικανική πλευρά) στρατιωτική δράση, η οποία προορίζεται να συμπαρασύρει και δυνάμεις των ΗΠΑ, επί ενός ζητήματος το οποίο η κατ’ όνομα "υπερδύναμη" επιχειρεί να επιλύσει διπλωματικά, σε μία διαδικασία συνομιλιών με το Ιράν, η οποία, καίτοι ενέπνεε ολοένα και λιγότερη αισιοδοξία, βρισκόταν μέχρι σήμερα σε πλήρη εξέλιξη.
Υπενθυμίζεται ότι την Κυριακή επρόκειτο να πραγματοποιηθεί ο έκτος γύρος έμμεσων επαφών της αμερικανικής και της ιρανικής πλευράς σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα της τελευταίας.
Μάλιστα, δημοσιεύματα ήθελαν την τηλεφωνική επικοινωνία του Τραμπ με τον ισραηλινό πρωθυπουργό Βενιαμίν Νετανιάχου τη Δευτέρα να σημαδεύτηκε από ένταση, καθώς ο πρώτος φέρεται να διαφωνούσε με μία ισραηλινή στρατιωτική κίνηση, η οποία θα ακύρωνε τις διπλωματικές του πρωτοβουλίες. Όλα αυτά πλέον αντιμετωπίζονται στην Τεχεράνη ως επιχείρηση παραπλάνησης που απέβλεπε στον εφησυχασμό της ιρανικής πλευράς.
Είναι πράγματι σε θέση ο Νετανιάχου να παρακάμπτει με τέτοια ευκολία τον Αμερικανό πρόεδρο ή παρακολουθούμε ένα παιχνίδι "κατανομής ρόλων" που υποκρύπτει βαθύτερη σύμπνοια;
Ήταν οι συνομιλίες που ανέλαβε για λογαριασμό των ΗΠΑ ο Στιβ Ουίτκοφ μια αυθεντική προσπάθεια γεφύρωσης των διαφορών με το Ιράν ή απλώς μια "αυτοεκπληρούμενη προφητεία" αποτυχίας της διπλωματίας, ώστε να δικαιολογηθεί η προαποφασισμένη στρατιωτική δράση, όπως λ.χ. είχε συμβεί το 1999 με τη Γιουγκοσλαβία κατά τις συνομιλίες του Ραμπουγιέ;
Το προηγούμενο της υπό αμερικανική μεσολάβηση εκεχειρίας στη Λωρίδα της Γάζας, η οποία παραβιάστηκε από το Ισραήλ χωρίς επιπτώσεις, είναι και πρόσφατο και διδακτικό.
Πέρα από τη συντριπτική υπεροχή του στον τομέα των πληροφοριών, όπως κατέδειξε η στοχοποίηση της ιρανικής στρατιωτικής ηγεσίας, είναι το Ισραήλ και επιχειρησιακά σε θέση να εκτελέσει πλήγματα σαν τα σημερινά χωρίς καμία αμερικανική εμπλοκή;
"Ο επισπεύδων νικά" μοιάζει να είναι το σύνθημα της ισραηλινής ηγεσίας, κατεξοχήν δε του Βενιαμίν Νετανιάχου, που επί τριάντα χρόνια προσπαθεί για θερμή αναμέτρηση (ει δυνατόν, σύροντας σε αυτήν και τις ΗΠΑ) με την Ισλαμική Δημοκρατία, μοναδικό άξιο λόγου εναπομείναντα ανταγωνιστή του στη Μέση Ανατολή και εμψυχωτή του λεγόμενου "άξονα της αντίστασης". Και ό,τι ξεκίνησε με "πλήγματα αποκεφαλισμού" κατά των επιμέρους κλάδων του "άξονα", λ.χ. της Χαμάς και της Χεζμπολάχ, μεταφέρεται πλέον στην καρδιά του.
Ωστόσο, το Ιράν δεν είναι οργάνωση, αλλά κράτος – και μάλιστα μεγαλύτερο και ισχυρότερο λ.χ. από το Ιράκ και τη Συρία, που δέχθηκαν από το Ισραήλ αντίστοιχα πλήγματα στα πυρηνικά τους προγράμματα το 1981 και το 2007. Ο ιρανικός "φάκελος" δεν είναι δυνατόν να κλείσει με "πλήγμα-άπαξ". Συνεπώς, το "τζίνι" που βγήκε από το μπουκάλι είναι αυτό ενός πολέμου που θα εξαπλώνεται χρονικά και γεωγραφικά.
Πολλά βεβαίως θα εξαρτηθούν από το είδος των αντιποίνων που θα θελήσει και θα μπορέσει να εξαπολύσει το Ιράν. Το δικό του υπαρξιακό δίλημμα επίσης είναι ήκιστα κολακευτικό: διότι ή θα αποδειχθεί "χάρτινη τίγρη", απαντώντας υποτονικά, ή θα απορροφηθεί σε ένα σπιράλ κλιμάκωσης, που θα εμπλέξει και τις ΗΠΑ, όπως ακριβώς επιθυμεί ο Νετανιάχου.
Υπενθυμίζεται ότι εκκρεμεί από πέρσι η αυτοδέσμευση του Ιράν να εξαπολύσει εναντίον του Ισραήλ την επιχείρηση "Αληθής Επαγγελία 3", η οποία μπήκε στο ράφι με την εκλογή του Τραμπ.
Ωστόσο, οι περίπου 40.000 Αμερικανοί στρατιώτες που σταθμεύουν σε βάσεις στον Περσικό Κόλπο βρίσκονται αντικειμενικά σε ευάλωτη θέση, όπως και οι μοναρχίες που τους φιλοξενούν, ενώ το Ιράν έχει εγκαίρως διαμηνύσει ότι θα θεωρήσει οποιαδήποτε επίθεση από το Ισραήλ ως επίθεση από τις ΗΠΑ.
Είχε επίσης προειδοποιήσει ότι θα αποδεσμευθεί από τη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων, εάν η συνέλευση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας υιοθετούσε (όπως και συνέβη, με μόνες αρνητικές ψήφους αυτές της Ρωσίας, της Κίνας και της Μπουρκίνα Φάσο) ψήφισμα καταγγελίας του Ιράν για ανεπαρκή συνεργασία.
Επ’ αυτού, κρίσιμος υπήρξε ο ρόλος των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες, πολύ χαρακτηριστικά, περιορίζονται σήμερα σε εκκλήσεις για αυτοσυγκράτηση, χωρίς να καταδικάζουν την ισραηλινή επίθεση, ενώ επαναβεβαιώνουν το δικαίωμα του εβραϊκού κράτους στην αυτοάμυνα, όπως το αντιλαμβάνονται. Ενδεχομένως επιχαίρουν με την αδυναμία του Τραμπ να εξασφαλίσει μία διπλωματική επιτυχία στη Μέση Ανατολή, εν μέσω κατάρρευσης των φιλοδοξιών του για κάτι αντίστοιχο στην Ουκρανία.
Αποφεύγουν πάντως να σχολιάσουν ότι το διακύβευμα του Ισραήλ είναι η διαφύλαξη του πυρηνικού μονοπωλίου του στη Μέση Ανατολή και η συνέχιση της εθνοκάθαρσης των Παλαιστινίων τόσο στη Γάζα, όσο και στη Δυτική Όχθη (η οποία μόλις ετέθη υπό απαγόρευση κυκλοφορίας), σε μία φάση ρητής αποκήρυξης της "λύσης δύο κρατών", η οποία συγκεντρώνει τη διεθνή συναίνεση.
Αντιθέτως, η σκληρή γλώσσα που χρησιμοποιούν χώρες όπως η Σαουδική Αραβία για την επίθεση στο "αδελφό ιρανικό έθνος" καταδεικνύει το πόσα έχουν αλλάξει στην περιοχή και πόσο προορίζεται να δοκιμαστούν οι συμμαχίες των ΗΠΑ.