Του Κώστα Ράπτη
Όταν στις 9 Απριλίου, μία εβδομάδα μετά την περιώνυμη "Ημέρα Απελευθέρωσης", ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωνε τρίμηνη "κατάπαυση του πυρός" στον εμπορικό πόλεμο που ο ίδιος είχε κηρύξει, το σενάριο προέβλεπε αξιοποίηση αυτού του διαστήματος αναστολής της επιβολής των ήδη ανακοινωθέντων δασμών, ώστε οι ΗΠΑ να καταλήξουν σε μια σειρά συμφωνιών με τους ανά τον κόσμο εμπορικούς εταίρους τους, που είχαν ήδη λάβει το μήνυμα της αμερικανικής αποφασιστικότητας.
Για την ακρίβεια, ο Ντόναλντ Τραμπ, πάντοτε υπερφίαλος και αθυρόστομος, υποστήριζε ότι μια σειρά από χώρες "ψόφαγαν για μια συμφωνία" και "θα του φιλούσαν τον πισινό" για να το επιτύχουν.
Τρεις μήνες μετά, ο απολογισμός είναι αποκαλυπτικός.
Οι ΗΠΑ δεν έχουν συνάψει ούτε μία εμπορική συμφωνία με την ακριβή έννοια. Έχουν απλώς καταλήξει σε τρεις "συμφωνίες-πλαίσιο", δηλαδή δηλώσεις πολιτικής βούλησης: με την Κίνα, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Βιετνάμ αντίστοιχα, αλλά όχι απαραιτήτως από θέση ισχύος. Στην πραγματικότητα, η συμφωνία-πλαίσιο με την Κίνα, μακράν η επιδραστικότερη όλων, υιοθετήθηκε ακριβώς επειδή το Πεκίνο ανταπέδωσε στους δασμούς του Τραμπ απαγορεύοντας τις εξαγωγές σπάνιων γαιών και αναγκάζοντας έτσι τις ΗΠΑ, επί ποινή σοβαρών οικονομικών ζημιών, να διαπραγματευτούν ταχέως ένα πλαίσιο που θα διασώσει το κύρος τους.
Από τις περίπου τριάντα χώρες που υποτίθεται "περίμεναν στην ουρά", καμία δεν εκδήλωσε σπουδή να προχωρήσει σε διαπραγμάτευση και όπως μάλιστα παραδέχθηκε ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, "πολλές από αυτές δεν επικοινώνησαν ποτέ μαζί μας".
Το πιο αξιοσημείωτο, επισημαίνει ο εγκατεστημένος στην Κίνα Γάλλος επιχειρηματίας και σχολιαστής, Αρνό Μπερτράν, είναι ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν καταλήξει σε καμία συμφωνία με κανέναν από τους παραδοσιακούς συμμάχους τους (εξαιρουμένου πάντα του Ηνωμένου Βασιλείου), αντίθετα κατάφεραν να τους εξωθήσουν σε ανταγωνιστική στάση. Σε τέτοιο βαθμό που ο Ιάπωνας υπουργός Οικονομικών απείλησε, για πρώτη φορά στην ιστορία, να πουλήσει τα αμερικανικά ομόλογα που κατέχει ως εργαλείο οικονομικού πολέμου εναντίον των ΗΠΑ.
Συνεπώς, οι δασμοί της "Ημέρας Απελευθέρωσης" δεν αποκάλυψαν, όπως προφανώς πιστεύει ο Τραμπ, την ισχύ της αμερικανικής οικονομικής κυριαρχίας, αλλά αντιθέτως τα όριά της και δη την υποχώρηση της σημασίας της Αμερικής από εμπορική άποψη για τον υπόλοιπο κόσμο.
Συμβαίνει μάλιστα την καυχησιολογία του ενοίκου του Λευκού Οίκου να παίρνουν το ρίσκο να την αγνοήσουν ακόμη και οι αγορές, οι οποίες πολύ χαρακτηριστικά δεν σπεύδουν να ξεπουλήσουν τους τίτλους εταιρειών οι οποίες αντικειμενικά θα βρίσκονταν στο επίκεντρο ενός εμπορικού πολέμου.
Ο νέος γύρος
Την επαύριο της συμπλήρωσης των 90 ημερών η αμερικανική κυβέρνηση εμφανίζεται υποχρεωμένη να κάνει οτιδήποτε προκειμένου να φανεί ότι διατηρεί την πρωτοβουλία. Την ίδια ώρα, όμως, πολλοί αξιωματούχοι μεταθέτουν για τον Αύγουστο την υλοποίηση των αντιμέτρων για τις χώρες που δεν προσήλθαν σε συμφωνία, παρατείνοντας στην πράξη την περίοδο εκεχειρίας.
Αυτό αφορά κατεξοχήν την Ε.Ε., τον μόνο διεθνή παίκτη ο οποίος φαίνεται αυτή τη στιγμή να αδημονεί για μία συμφωνία με τις ΗΠΑ, έχοντας αναμετρηθεί με την εμβάθυνση της εξάρτησής του από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού όχι μόνο από την άποψη της ασφάλειας, αλλά πλέον και ενεργειακά.
Για τους υπόλοιπους, ο Τραμπ επιφυλάσσει νέο γύρο εμπορικών εχθροπραξιών, με χαρακτηριστικά ωστόσο όλο και πιο σουρεαλιστικά.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Βραζιλίας, που μέχρι τώρα αντιμετώπιζε δασμό βάσης 10%, και πλέον βρίσκεται αντιμέτωπη με δασμούς της τάξης του 50%, για λόγους που σύμφωνα με τη σχετική επιστολή του Ντόναλντ Τραμπ, συνδέονται και με τις ποινικές διώξεις σε βάρος του ακροδεξιού πρώην προέδρου της χώρας, Ζαΐχ Μπολσονάρου, για απόπειρα πραξικοπήματος. Και όλα αυτά ενώ οι ΗΠΑ έχουν εμπορικό πλεόνασμα 7,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις συναλλαγές με τη Βραζιλία.
Το να στρέφονται οι ΗΠΑ με τέτοιους δασμούς εναντίον της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του Δυτικού Ημισφαιρίου και μάλιστα για την επίτευξη πολιτικών στόχων δεν είναι επίδειξη δύναμης, αλλά παραδοχή της απώλειας επιρροής στην "πίσω αυλή" τους. Πόσω μάλλον όταν την ίδια στιγμή η Βραζιλία διαπραγματεύεται με την Κίνα τη δρομολόγηση κολοσσιαίων έργων, σαν τη σιδηροδρομική σύνδεση των δύο ακτών της Νότιας Αμερικής μέσω της Αμαζονίας.
Ο Βραζιλιάνος πρόεδρος, Λούλα ντα Σίλβα, ο οποίος, διόλου τυχαία, φιλοξένησε μόλις τη Σύνοδο Κορυφής των BRICS, υποβάθμισε τη σημασία του πλήγματος και προανήγγειλε ανταπόδοση, πράγμα που μεταξύ άλλων θα επηρεάσει τις τιμές του καφέ και του χυμού πορτοκαλιού που καταναλώνουν οι Αμερικανοί και προέρχεται από τη Βραζιλία κατά το ένα τρίτο και το 50% του συνόλου αντιστοίχως, την ώρα λ.χ. που η εγχώρια παραγωγή πορτοκαλιού στις ΗΠΑ αναμένεται φέτος να φθάσει στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 88 ετών.
Το παράδειγμα του χαλκού
Επιστολές αναγγελίας νέων δασμών από 1ης Αυγούστου έχουν λάβει συνολικά από τον Τραμπ περί τις τριάντα χώρες, συμπεριλαμβανομένου και του Καναδά (που αντιμετωπίζει συντελεστή 35%).
Επιπλέον ο Αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε την Τετάρτη δασμούς στον εισαγόμενο χάλυβα, στο όνομα της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, ενώ το συγκεκριμένο μέταλλο είχε εξαιρεθεί μέχρι τώρα από τους τελωνειακούς δασμούς που επιβάλλονται από τον Απρίλιο, καθώς και τον χαλκό.
"Ο χαλκός είναι το δεύτερο πλέον χρησιμοποιούμενο υλικό από το υπουργείο Άμυνας!", ανέφερε ο Τραμπ μέσω Truth Social, επικαλούμενος τις ανάγκες της χώρας για την κατασκευή ημιαγωγών, αεροσκαφών, πυρομαχικών και κέντρων δεδομένων, μεταξύ άλλων, καθώς και τη βούλησή του η χώρα του να οικοδομήσει "κυρίαρχη" βιομηχανία χαλκού. Το ότι ως αποτέλεσμα ο χαλκός είναι εντός ΗΠΑ κατά περίπου 25% ακριβότερος απ’ ό,τι στις ανταγωνίστριες χώρες δεν το έχει ακόμη σχολιάσει ο Τραμπ...