Του Κώστα Ράπτη
Αιφνιδιασμός οπωσδήποτε δεν είναι. Εδώ και ημέρες ο Ντόναλντ Τραμπ επαναλαμβάνει με κάθε δυνατή ευκαιρία ότι είναι "απογοητευμένος” και "δυσαρεστημένος” από τον Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος, όπως εκτιμά, "δείχνει αποφασισμένος να πάει μέχρι τέλους” στην Ουκρανία και "να συνεχίσει τον σκοτωμό”.
Τις δε ανακοινώσεις στις οποίες προέβη τη Δευτέρα, μετά τις διαβουλεύσεις του με τον Γ.Γ. του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε, τις είχε προαναγγείλει από την προηγούμενη εβδομάδα ως "σημαντικές”.
Οπωσδήποτε επίλυση της ουκρανικής κρίσης εντός 24ώρου, όπως κόμπαζε προεκλογικά ότι είναι σε θέση να επιτύχει, δεν προέκυψε. Ούτε καν εντός εξαμήνου από την επάνοδό του στον Λευκό Οίκο. Η αίσθηση αδιεξόδου που επικρατεί, παρά τις αλλεπάλληλες τηλεφωνικές επικοινωνίες του προέδρου των ΗΠΑ με τον Ρώσο ομόλογό του, οδήγησε σε αλλαγή στάσης, με την αναγγελία της παροχής επιπλέον αμερικανικών όπλων στο Κίεβο, ακόμη και επιθετικών, εξόδοις του ΝΑΤΟ και με την απειλή επιβολής δασμών κατά της Ρωσίας, εάν δεν υπάρξει κατάπαυση του πυρός εντός 50 ημερών.
Όμως με τον Τραμπ τίποτε δεν είναι ό,τι φαίνεται. Το χρονοδιάγραμμά του, το οποίο κατά τους Ευρωπαίους συμμάχους είναι πολύ διεσταλμένο, αποδεικνύεται στην πραγματικότητα προσαρμοσμένο σε αυτό του Πούτιν. Τουλάχιστον αν λάβουμε υπόψη μας τις πληροφορίες του Axios ότι κατά την τελευταία και πιο "απογοητευτική” συνομιλία τους προ δεκαημέρου, ο ισχυρός άνδρας του Κρεμλίνου γνωστοποίησε στον Αμερικανό ομόλογό του ότι προτίθεται να συνεχίσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία για άλλες 60 ημέρες, μέχρι η ελεγχόμενη από τις ρωσικές δυνάμεις περιοχή να φθάσει στα επιδιωκόμενα όρια.
Σε κάθε περίπτωση, το εμφανές αδιέξοδο προκύπτει από την αδυναμία της αμερικανικής πλευράς να συνειδητοποιήσει ποιο είναι το μήνυμα που της στέλνει ο αντίπαλος (και υποψήφιος συνομιλητής), αλλά και να αποδεχθεί τους αντικειμενικούς περιορισμούς στο τι μπορεί η ίδια να επιτύχει.
Η ασυμβατότητα είναι κραυγαλέα: Η Ουάσιγκτον μιλά για "άμεση, απροϋπόθετη κατάπαυση του πυρός” και η Μόσχα για "αντιμετώπιση των ριζικών αιτίων της κρίσης” - ήτοι της προς ανατολάς επέκτασης του ΝΑΤΟ. Αλλά το ποιος είναι σε θέση να θέτει προϋποθέσεις και όρους δεν είναι ζήτημα βούλησης και αυτοεικόνας: επάγεται από το ποιος έχει το πλεονέκτημα επί του εδάφους, ποιος έχει την παραγωγική βάση που θα εξασφαλίζει απρόσκοπτο εξοπλισμό, ποιος έχει οχυρώσει την οικονομία του (που αποτελούσε το πραγματικό πεδίο της αναμέτρησης το 2022) απέναντι στους πολεμικούς κραδασμούς κ.ο.κ.
Και όλα αυτά, με δεδομένο και τον πρόσθετο, αλλά καθοριστικό περιορισμό του βαθμού στον οποίο μπορούν οι ΗΠΑ να εμπλακούν άμεσα και εμφανώς, όχι μόνο λόγω τρεχόντων πολιτικών λόγων, αλλά και του ρίσκου που αντικειμενικά ενέχει η κλιμάκωση της σύγκρουσης με μία πυρηνική δύναμη.
Όπως σημειώναμε στο "Κεφάλαιο” του Σαββάτου, οι ρωσικές απαιτήσεις περιγράφουν μια στρατηγική "αλλαγής καθεστώτος” στο Κίεβο, η οποία προσδοκάται ότι θα υλοποιηθεί εν καιρώ με αιφνιδιαστική μετατροπή του αργόσυρτου πολέμου σε ραγδαία κατάρρευση της ουκρανικής πλευράς λόγω εξάντλησης. Ενδιαμέσως, η καλλιέργεια της εικόνας μιας κατ’ αρχήν δεκτικότητας της Μόσχας σε διπλωματικές διεργασίες, απλώς αφοπλίζει τον Τραμπ (που δελεάζεται και από την προοπτική επικερδούς διείσδυσης στη ρωσική αγορά) και εντείνει τη σύγχυση στο δυτικό στρατόπεδο.
Δεν πρόκειται πάντως για παιχνίδι κατανομής ρόλων αποκλειστικά, καθώς ο Πούτιν καλείται να διαιτητεύσει σε πραγματικές διαφωνίες στο εσωτερικό της ρωσικής ελίτ, με τους ολιγάρχες (που συμβολικά εκπροσωπούνται από τον αμερικανοτραφή προεδρικό σύμβουλο Κίριλ Ντιμίτριεφ) να επείγονται για "επιστροφή στην πραγματικότητα” και το Γενικό Επιτελείο από την άλλη πλευρά να θέλει να οδηγήσει τον πόλεμο μέχρι τουλάχιστον την κατάληψη της Οδησσού.
Όσο οι ανάγκες της δημογραφικά πιεσμένης Ρωσίας σε στρατιωτικό ανθρώπινο δυναμικό συνεχίζουν να καλύπτονται με έμμισθους εθελοντές, ποινικούς κρατουμένους και ενισχύσεις από τη Βόρειο Κορέα, η ρωσική ηγεσία μπορεί να προσφέρει στον λαό της την εικόνα μιας αδιατάρακτης καθημερινότητας και συνεπώς να επιμένει στη σκληρή γραμμή. Από την άλλη πλευρά, η επίγνωση ότι ο πραγματικός πόλεμος δίνεται με όλη τη Δύση και ενδεχομένως θα έχει και επόμενους γύρους επιβάλλει την αποφυγή κάθε είδους βιασύνης.
Αξίζει να δει κανείς πώς διατυπώνει το διακύβευμα μια πρόσφατη ηχηρή "μεταγραφή” του πουτινικού στρατοπέδου, ο άλλοτε διευθυντής του Carnegie Moscow Centre, νυν διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνούς Στρατιωτικής Οικονομίας και Στρατηγικής της Μόσχας, Ντμίτρι Τρένιν.
Όπως έγραψε σε άρθρο του στην εφημερίδα Kommersant:
"Ο πόλεμος δεν θα τελειώσει το 2025. Δεν θα τελειώσει μετά το τέλος των εχθροπραξιών στην Ουκρανία. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η τρέχουσα σύγκρουση δεν αφορά την Ουκρανία αυτή καθαυτή. Πρόκειται για έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων (μέχρι στιγμής) της Δύσης εναντίον της Ρωσίας. Και αυτή η ίδια η αντιπαράθεση είναι μέρος ενός συνεχιζόμενου παγκόσμιου πολέμου, στον οποίο η Δύση αγωνίζεται για να διατηρήσει την παγκόσμια ηγεμονία. Αυτός θα είναι ένας μακρύς πόλεμος και οι Ηνωμένες Πολιτείες, με ή χωρίς τον Τραμπ, θα παραμείνουν αντίπαλός μας. Αυτό που διακυβεύεται για εμάς σε αυτόν τον αγώνα δεν είναι το καθεστώς της Ουκρανίας, αλλά η ύπαρξη της Ρωσίας”.