Του Κώστα Ράπτη
Το κοινοβούλιο του Ισραήλ ενέκρινε την Τετάρτη, με ψήφους 71 υπέρ έναντι 13 κατά (επί συνόλου 120) ψήφισμα υπέρ της προσάρτησης της κατεχόμενης από το 1967 Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη. Το κείμενο δεν έχει ισχύ νόμου, αλλά στόχος του είναι να επιβεβαιώσει "το φυσικό, ιστορικό και νομικό δικαίωμα” του Ισραήλ στα παλαιστινιακά εδάφη.
Σύμφωνα με τους ψηφίσαντες, η προσάρτηση "θα ενισχύσει το κράτος του Ισραήλ, την ασφάλειά του και θα εμποδίσει κάθε αμφισβήτηση του θεμελιώδους δικαιώματος του εβραϊκού λαού στην ειρήνη και την ασφάλεια στην πατρίδα του”.
"Η κυριαρχία στην Ιουδαία-Σαμάρεια” (η βιβλική ονομασία με την οποία αποκαλείται στο Ισραήλ η Δυτική Όχθη) "αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της υλοποίησης του σιωνισμού και του εθνικού οράματος του εβραϊκού λαού, δηλαδή της επιστροφής στην πατρίδα”, αναφέρει το ψήφισμα.
Μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, οι μόνες αντιδράσεις στο ψήφισμα προέρχονταν από την Παλαιστινιακή Αρχή, που έκανε λόγο για "ευθεία προσβολή στα δικαιώματα του παλαιστινιακού λαού” και "κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου”, καθώς και την Ιορδανία. Όπερ παράδοξο, εφόσον το ψήφισμα του ισραηλινού κοινοβουλίου αρνείται ευθέως και δια παντός αυτό το οποίο κατά τη διεθνή συναίνεση αποτελεί την ενδεικνυόμενη λύση του Μεσανατολικού, ήτοι μία "λύση δύο κρατών”.
Το ψήφισμα δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί (λ.χ. ως εσωτερικός μικροπολιτικός ελιγμός χωρίς δεσμευτικά αποτελέσματα), αφενός διότι η έγκρισή του βασίσθηκε στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία που στηρίζει την κυβέρνηση Νετανιάχου (14 υπουργοί της οποίας είχαν ζητήσει από τις 2 Ιουλίου να διακηρυχθεί η προσάρτηση) και αφετέρου διότι εναρμονίζεται με κρατικές πολιτικές που εφαρμόζονται εδώ και χρόνια.
Η σημαντικότερη από αυτές είναι ασφαλώς ο (παράνομος κατά το διεθνές δίκαιο) εποικισμός των κατεχόμενων εδαφών, ο οποίος μάλιστα μετά την 7η Οκτωβρίου έχει εντατικοποιηθεί. Η παρουσία περίπου 500.000 Ισραηλινών στη Δυτική Όχθη, εν μέσω περίκλειστων οικισμών, κατεσχεμένων γαιών, αυτοκινητοδρόμων για αποκλειστική χρήση από εποίκους, απειράριθμων σημείων ελέγχου για τους γηγενείς κ.ο.κ. δημιουργεί επί του εδάφους ένα κατακερματισμένο μωσαϊκό, το οποίο ακυρώνει στην πράξη τη δυνατότητα μελλοντικής δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους και άρα εφαρμογής της "λύσης δύο κρατών”.
Η μονομερής μετακίνηση των de facto συνόρων μιας κρατικής οντότητας μέχρι του σημείου που θεωρεί ότι εκπληρώνονται τα "εθνικά οράματά” της (τα οποία προϋποτίθενται ως ποιοτικώς υπέρτερα αυτών οποιουδήποτε άλλου) είναι από μόνη της μια βόμβα στα θεμέλια του διεθνούς δικαίου. Όμως περισσότερο ανησυχητική είναι η προοπτική που διανοίγει αυτή η κίνηση για τα τρία εκατομμύρια των Παλαιστινίων κατοίκων της Δυτικής Όχθης.
Χωρίς αυτοδιάθεση των Παλαιστινίων και δημιουργία παλαιστινιακού κράτους άξιου του ονόματος, αυτά τα τρία εκατομμύρια ανθρώπων είτε θα αποκτήσουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα εντός της μοναδικής κρατικής οντότητας που θα επιτρέπεται να υπάρχει μεταξύ της Μεσογείου και του Ιορδάνη (όπερ θα συνιστούσε ακύρωση του σιωνισμού, δηλ. της επιδίωξης διατήρησης μιας εθνικής εστίας με σαφώς εβραϊκή φυσιογνωμία) είτε θα συνεχίσουν να ζουν χωρίς δικαιώματα υπό τον έλεγχο του Ισραήλ, δηλ. πρακτικά σε καθεστώς "απαρτχάιντ”. Αλλά και αυτή η δεύτερη "λύση” δεν μπορεί παρά να θεωρείται προσωρινή, ενόψει μελλοντικής εθνοκάθαρσης της περιοχής, προοπτική η οποία υπό το φως των όσων ήδη συμβαίνουν στη Γάζα φαντάζει όλο και περισσότερο πιθανή, ιδίως αν δοθεί η "κάλυψη” μιας ευρύτερης πολεμικής αναμέτρησης στην περιοχή.
Απαρτχάιντ και εθνοκάθαρση είναι οι μόνες επιλογές που προσφέρει η ισραηλινή πλευρά σε μία διεθνή κοινότητα, η οποία βαυκαλίζεται εδώ και τρεις δεκαετίες ότι κυοφορεί μια "λύση δύο κρατών”. (Χαρακτηριστικό είναι το πώς η πρόσφατη κοινή πρωτοβουλία Γαλλίας και Σαουδικής Αραβίας για μία συνδιάσκεψη επί της "λύσης δύο κρατών” ναυάγησε υπό το βάρος του "Πολέμου των Δώδεκα Ημερών”).
Η επί μακρόν έμπρακτη υπονόμευση αυτής της λύσης επί του εδάφους δίνει πλέον τη θέση της στη ρητή αποκήρυξή της από το ισραηλινό κοινοβούλιο. Και η βία στη Δυτική Όχθη κλιμακώνεται – με 900 Παλαιστινίους νεκρούς από τον Οκτώβριο του 2023 έως σήμερα, εκ των οποίων 15 φονεύθηκαν από εποίκους.