Οι ΗΠΑ επέβαλαν τις πιο επιθετικές κυρώσεις στη βιομηχανία πετρελαίου της Ρωσίας την Παρασκευή, καθώς η κυβέρνηση Μπάιντεν αναζητά τρόπους της τελευταίας στιγμής για να ενισχύσει τη διαπραγματευτική ισχύ της Ουκρανίας σε πιθανές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μετά την ανάληψη των καθηκόντων του Ντόναλντ Τραμπ.
Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν στοχεύουν δύο εταιρείες που διαχειρίζονται περισσότερο από το ένα τέταρτο των θαλάσσιων εξαγωγών πετρελαίου της Ρωσίας, καθώς και ζωτικής σημασίας ασφαλιστές και εμπόρους που συνδέονται με εκατοντάδες φορτία ρωσικού αργού. Οι ΗΠΑ διεύρυναν επίσης τις κυρώσεις σε δεξαμενόπλοια που έχουν ήδη αποδειχθεί "ενοχλητικές" για το Κρεμλίνο.
Σε ανακοίνωσή της, η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν είπε ότι οι κινήσεις αποσκοπούν στην "ενίσχυση του κινδύνου κυρώσεων που σχετίζεται με το εμπόριο πετρελαίου της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένης της ναυτιλίας και της οικονομικής διευκόλυνσης για τη στήριξη των εξαγωγών πετρελαίου της Ρωσίας".
Τα μέτρα της Παρασκευής υπερβαίνουν κατά πολύ τα προηγούμενα μέτρα κυρώσεων που έχουν εφαρμόσει οι ΗΠΑ κατά της Ρωσίας ως μέρος των προσπαθειών να πνίξουν την πολεμική της μηχανή μετά την εισβολή στην Ουκρανία το 2022. Αν και ο Τραμπ θα μπορούσε να άρει τις κυρώσεις ανά πάσα στιγμή, μπορεί να βρει πολιτικά δυσάρεστο να το πράξει δεδομένης της ευρείας διακομματικής υποστήριξης στην Ουάσιγκτον για την Ουκρανία.
Ο κύριος στόχος των κυρώσεων, που επιβάλλονται σε συντονισμό με το Ηνωμένο Βασίλειο, είναι οι μεγάλες ρωσικές ενεργειακές εταιρείες Gazprom Neft και Surgutneftegas. Οι δύο εταιρείες εξήγαγαν περίπου 970.000 βαρέλια πετρελαίου την ημέρα δια θαλάσσης τους πρώτους 10 μήνες του 2024, περίπου το 30% των συνολικών ροών της χώρας σε δεξαμενόπλοια, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε το Bloomberg.