Του Κώστα Ράπτη
Ο Ταγίπ Ερντογάν είναι σε θέση να αισθάνεται περιζήτητος. Σε καθημερινή διάψευση του διαδεδομένου αφηγήματος περί "απομονωμένης Τουρκίας" ο ισχυρός άνδρας της Άγκυρας βλέπει κάθε είδους διεθνείς παίκτες να πραγματοποιούν ανοίγματα προς τη χώρα του, πιστοποιώντας και ενισχύοντας την αναβάθμισή της.
Βέβαια ο Ερντογάν έχει την τύχη να βρίσκεται στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή. Με άλλα λόγια, η χώρα του ευνοείται από τη γεωγραφία, που την έχει τοποθετήσει σε θέση-κλειδί (ανάμεσα στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, στην έξοδο της Μαύρης Θάλασσας και με δυνατότητα προβολής ισχύος μέχρι την Κεντρική Ασία), αλλά και τη συγκυρία, καθώς ανατρέπονται οι γεωπολιτικές σταθερές των τελευταίων δεκαετιών.
Τα πλεονεκτήματα που αξιοποιεί η Τουρκία είναι αντικειμενικά, αλλά είναι και υποκειμενικά. Πρόκειται για μια αρκετά νεανική στη δημογραφία της χώρα 80 εκατομμυρίων κατοίκων, με ισχυρή παραγωγική βάση (που περιλαμβάνει λ.χ. μέχρι και αυτοκινητοβιομηχανία), ογκώδη στρατό που συνεχώς συσσωρεύει επιχειρησιακή εμπειρία (στη Συρία, το Ιράκ κ.α.), γραφειοκρατικούς μηχανισμούς που εγγυώνται μεθοδικά τη συνέχεια των κρατικών πολιτικών, άφθονες λαβές για άσκηση πολιτιστικής διπλωματίας στον ισλαμικό κόσμο και πέραν αυτού, καλά εκπαιδευμένες ελίτ και γενικώς ποικίλους δείκτες δυναμισμού.
Όμως το κυριότερο είναι η βούληση της Τουρκίας, ιδίως υπό την ηγεσία του Ερντογάν, να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη, να προωθήσει τα συμφέροντά της ακόμη και με κραυγαλέες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου (ενόσω το επικαλείται όλο και συχνά), να αξιοποιήσει τις υπάρχουσες συμμαχίες της στον δυτικό κόσμο, την ίδια στιγμή που αυτονομείται από αυτόν, πραγματοποιώντας ανοίγματα προς τον χώρο της "ευρασιατικής ολοκλήρωσης", και να σχηματοποιήσει ένα "αυτοκρατορικό" νεο-οθωμανικό όραμα, προβάλλοντας μολαταύτα ως ενός είδους "φωνή" των υστερούντων του πλανήτη, όπως δείχνει και η πολιτικο-οικονομική της επένδυση στην Αφρική.