Ο ενθουσιασμός των επενδυτών της Wall Street για την ανάπτυξη που θεωρούσαν ότι θα έφερνε στην αμερικανική οικονομία η δεύτερη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ, δεν κράτησε πολύ.
Μετά τις εκλογές της 4ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, ο χρηματιστηριακός δείκτης αναφοράς S&P 500 έκανε ράλι έως τις 19 Φεβρουαρίου, σκαρφαλώνοντας στο επίπεδο-ρεκόρ των 6.144 μονάδων. Στη συνέχεια, όμως, πήρε την κατηφόρα, χάνοντας όλα τα κέρδη που είχε μετά τις εκλογές και την Πέμπτη κινείτο στα προ εξαμήνου επίπεδα. Μέσα σε μόλις τρεις εβδομάδες, μάλιστα, εισήλθε σε φάση διόρθωσης καθώς υποχώρησε πάνω από 10% από το υψηλό του επίπεδο.
Η αντίστροφη πορεία του χρηματιστηριακού δείκτη άρχισε όταν ο Τραμπ αποφάσισε να υλοποιήσει τις προεκλογικές εξαγγελίες του για επιβολή δασμών σε εισαγόμενα προϊόντα, με στόχο την αύξηση των επενδύσεων στη βιομηχανία και της απασχόλησης στις ΗΠΑ.
Το πρόβλημα με τους δασμούς είναι ότι οδηγούν στη λήψη ανταποδοτικών μέτρων από τις χώρες που θίγονται, με συνέπεια έναν εμπορικό πόλεμο που τελικά δυσκολεύει τις εξαγωγές και την ανάπτυξη για όλες τις χώρες. Η ιστορική εμπειρία, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη δεκαετία του 1930, έχει δείξει ξεκάθαρα ότι οι εμπορικοί πόλεμοι δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από αυτά που λύνουν. Με άλλα λόγια, όλοι όσοι εμπλέκονται σε αυτούς, βγαίνουν χαμένοι.
Στην αμερικανική οικονομία έχουν αρχίσει ήδη κάποιες παρενέργειες από τη δασμολογική πολιτική του Τραμπ αλλά και από τα μπρος - πίσω στην εφαρμογή τους. Καθώς η Κίνα, ο Καναδάς και η Ευρωπαϊκή Ενωση έχουν απαντήσει με δασμούς στις εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων, το κλίμα για πολλές επιχειρήσεις στην Αμερική έχει γίνει αρνητικό, όπως και για τους καταναλωτές, οι οποίοι φοβούνται νέα αύξηση του πληθωρισμού. Μία σειρά από μεγάλες τράπεζες, εξ άλλου, αναθεωρούν προς τα κάτω τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας.