Αμέσως μετά τις επίσημες ανακοινώσεις στο Βερολίνο για το "δημοσιονομικό μπαζούκα" 500 δισεκατομμυρίων ευρώ, την Πέμπτη, η απόδοση του δεκαετούς γερμανικού ομολόγου σκαρφάλωσε στο 2,93%, δηλαδή στα υψηλότερα επίπεδα από το 2011. Την Τετάρτη κυμαινόταν ακόμη στο 2,5%. Ήταν η μεγαλύτερη άνοδος εντός 24 ωρών από την Επανένωση της Γερμανίας το 1990.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Δεκέμβριο του 2024 η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου δεν ξεπερνούσε το 2%, ενώ το 2019-2020 είχε περάσει σε αρνητικό πρόσημο, δηλαδή οι πιστωτές ουσιαστικά πλήρωναν τη Γερμανία για να της δανείσουν τα χρήματά τους!
Ασφαλώς, η αυξημένη απόδοση είναι κάτι εξαιρετικά ευχάριστο για τον επενδυτή που θέλει να αγοράσει ομόλογα, δανείζοντας τα χρήματά του στο κράτος, καθώς ο ίδιος μπορεί να προσδοκά υψηλότερο εισόδημα στην ημερομηνία λήξης του ομολόγου. Πολύ ικανοποιητική εξέλιξη είναι και για εκείνον που έχει ήδη προμηθευθεί ομόλογα και σχεδιάζει να τα πουλήσει μέσω των κεφαλαιαγορών, εξασφαλίζοντας κέρδος.
Υψηλότερος κίνδυνος, μεγαλύτερη απόδοση
Όμως, για το κράτος που εκδίδει το ομόλογο και για τους φορολογούμενους που ουσιαστικά στηρίζουν την αναζήτηση "δανεικών" στις αγορές, η "αυξημένη απόδοση" είναι τεράστιο πρόβλημα. Όπως θυμόμαστε από την ελληνική κρίση χρέους, η απόδοση του ομολόγου είναι ευθέως ανάλογη με τον κίνδυνο μη αποπληρωμής του. Με απλά λόγια, όταν ο επίδοξος αγοραστής θεωρεί ότι ο εκδότης του ομολόγου μπορεί να μην είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του, απαιτεί υψηλότερο αντάλλαγμα, μεγαλύτερη "απόδοση" για να δανείσει τα χρήματά του.