"Η μέρα -ηλιόλουστη, ζεστή, τρυφερή- ήταν καλοδεχούμενη από τον Απρίλη. Το πράσινο, που μόλις είχε γεννηθεί, τα φύλλα που δεν είχαν προλάβει να σκονιστούν, είχαν ήδη αρχίσει να νικούν το λευκό των ανθέων, που αλλού είχαν κιόλας μαραθεί (κερασιές, βερίκοκα), κι αλλού βρίσκονταν στο απόγειό τους (μηλιές, αχλαδιές, δαμασκηνιές). Προς το απόγευμα, ενώ η γυναίκα μου, η Αλεξάνδρα, ετοίμαζε το δείπνο, βγήκα με τον οχτάχρονο γιο μας, τον Γιουρίκα, να πάρουμε λίγο καθαρό αέρα. Και στην αυλή της μεγάλης μας πολυκατοικίας, με τις έξι εισόδους, έπεσα ξαφνικά πάνω στον φίλο μου, τον Τόλικ, που έμενε έναν όροφο πιο πάνω. "Άκουσες για το Τσερνομπίλ;", μου πέταξε αντί για "γεια". "Όχι…", είπα με έναν αδιάφορο μορφασμό. "Τι έγινε εκεί;". "Κάτι έγινε χτες... κάποιο ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό…". Οι καταστροφές και τα ατυχήματα δεν προκαλούν έκπληξη στη σύγχρονη εποχή της τεχνολογίας. Συμβαίνουν συνεχώς, σε εργοστάσια, ορυχεία, σιδηροδρόμους, δρόμους, θάλασσες, αεροπλάνα, παντού! Κάτι συνέβη στον πυρηνικό σταθμό; Δεν είναι τίποτα, θα το ξεπεράσουν. Έτσι σκέφτηκα και το ξέχασα. Η ημέρα προχωρούσε κανονικά, γεμάτη από την ανοιξιάτικη ομορφιά -- 27 Απριλίου 1986".
Η 26η Απριλίου του 1986 είναι μια ημερομηνία που έχει χαραχτεί στη μνήμη της ανθρωπότητας. Για όσους την έζησαν, ήταν η αρχή μιας εποχής τρόμου και ανατροπής. Ο Ιβάν Αβράμοφ, δημοσιογράφος και συγγραφέας (με ρίζες ελληνικές), όπως πολλοί συμπατριώτες του στην τότε Σοβιετική Ένωση, είχαν ελάχιστη γνώση της καταστροφής που συνέβαινε στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ, λίγες ώρες αργότερα. Αυτό που στην αρχή παρουσιαζόταν ως απλό ατύχημα σε έναν από τους αντιδραστήρες, εξελίχθηκε σε μία από τις πιο σοβαρές πυρηνικές καταστροφές στην ιστορία της ανθρωπότητας. Μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Ιβάν Αβράμοφ "ξετυλίγει" το νήμα εκείνων των ημερών, σε μια αφήγηση - ποταμό:
"Ενώ αργότερα οι ανακοινώσεις για το Τσερνομπίλ άρχισαν να γίνονται πιο αναλυτικές, η Μόσχα ως κύρια πηγή πληροφοριών, ήταν αισιόδοξη και προσπαθούσε να ηρεμήσει τον κόσμο. Η Ουκρανία και οι άλλες σοβιετικές δημοκρατίες προετοιμάζονταν για τις Πρωτομαγιάτικες γιορτές. Εγώ, ως δημοσιογράφος, είχα λάβει πρόσκληση για την επίσημη παρέλαση στην Κρεσχατίκ. Η Πρωτομαγιά του 1986 δεν διέφερε από τις υπόλοιπες -- οι ηγέτες του κόμματος και της κυβέρνησης απηύθυναν χαιρετισμό στις πορείες των εργατών, με τα πορτρέτα των ηγετών, τα πανό με συνθήματα και τα λάβαρα με το σφυρί και το δρεπάνι να κυματίζουν πάνω από το κεφάλι τους. Στο τέλος της παρέλασης, αποφασίσαμε να ξεκουραστούμε στο γραφικό Γκολοσιέβο, όπου νοίκιασα μια βάρκα και κάναμε βόλτες στη λίμνη. Κανείς, όμως, δεν μας είπε -όπως και σε εκατοντάδες χιλιάδες άλλους κατοίκους του Κιέβου- ότι εκείνες τις μέρες θα ήταν καλύτερα να μένουμε κλεισμένοι στα σπίτια μας και όχι να κυκλοφορούμε αμέριμνοι, εκεί που η ραδιενέργεια ήδη ξεσπούσε με μανία".
Η 2α Μαΐου του 1986, φαινόταν μια κανονική μέρα, και η πόλη είχε την ηρεμία της συνηθισμένης ρουτίνας. Η άνοιξη είχε έρθει στο Κίεβο (σ.σ. απέχει περίπου 90 χλμ. από το Τσερνομπίλ) με την κλασική της ομορφιά. Ο Αβράμοφ, όπως κάθε μέρα, βγήκε το πρωί για να πάρει φρέσκο γάλα από το περίπτερο, χωρίς να υποψιάζεται το κακό που ήδη είχε ξεκινήσει να εκτυλίσσεται στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ. Πριν προλάβει να το απολαύσει, μια πληροφορία άρχισε να κυκλοφορεί μεταξύ των ανθρώπων, όχι από τις επίσημες πηγές, αλλά από στόμα σε στόμα. Το γάλα που είχε αγοράσει μπορούσε να είναι μολυσμένο και έπρεπε να το πετάξει αμέσως. Το ίδιο βράδυ, καθώς πήγαινε στο σπίτι του, η συνειδητοποίηση του τι είχε συμβεί ήρθε με τον ήχο της τηλεόρασης που αναμετέδιδε μικρές ειδήσεις για ένα ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό. Αν και η αρχική ενημέρωση ήταν ήπια, η αλήθεια αργότερα αποκαλύφθηκε σε όλο της το μέγεθος. Η ραδιενέργεια διασπειρόταν σε όλη την περιοχή. Η πόλη του Κιέβου αποδείχθηκε ότι δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο μέγεθος καταστροφής.
"Αν δεν κάνω λάθος, εκείνες τις μέρες είχαμε τέσσερις συνεχόμενες ημέρες αργίας: 1 και 2 Μαΐου -- Πέμπτη και Παρασκευή, και μετά Σάββατο και Κυριακή. Έτσι, το πρωί της 2ας Μαΐου έτρεξα στο περίπτερο να πάρω φρέσκο γάλα και την επόμενη μέρα έμαθα -όχι από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, αλλά από τις φήμες που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα- ότι δεν έπρεπε να το πιούμε, γιατί ήταν πιθανό να έχει μολυνθεί από ραδιενουκλίδια, με το καίσιο και το στρόντιο να ακούγονται πιο τρομακτικά από όλα. Και έτσι έριξα το γάλα, τρία ή τέσσερα λίτρα, στον νιπτήρα της κουζίνας", εξιστορεί ο Αβράμοφ.